Προφέρω
λέξεις να γίνουν τραγουδάκια
–κλαδάκια
του φωτός– να ’ρθούν για να δειπνήσω
στο δισκοπότηρο της γλώσσας να ξυπνήσω.
ήδη, το Παν
μ’ έχει προδώσει κι έχω χάσει
τη σχάση
ενός πυρήνα που μου φώτιζε το στήθος
αχ πως θα ζήσω δίχως των λέξεων το ήθος;
Κυκλώνες
στου ημερολογίου τη λήξη.
Θα εκπλήξει
τους φίλους η αναχώρησή μου; Σ’ ένα
σταθμό ο εαυτός μου ντύθηκε στην πένα
Ποιός μένει
μέσα στο μαύρο μου κοστούμι;
Αν του μι-
λήσω θα μ’ ακούσει; Πρέπει να πάω μπρος
ή πίσω, στη ράχη ενός ωραίου Αλμπατρός
με γέλιο·
φριχτό μου φόρεσε στεφάνι
(παντεσπάνι
σιγής κρατώ – το γλύκισμα του απείρου).
Μέσα στη σάλα των ωρών κάνω μια πιρου-
στα χείλη
–ευχή μιανού που αγάπησα;)
στην πίσσα
της νυκτός μου (στην τόση στάχτη), η φωνή
απ’ των αιθέρων να γλιστρήσει το χωνί:
μια μούσα.
Μονάχα εκείνης είχα χρεία·
η λατρεία
σ’ αυτήν. Τώρα, σπλαχνίσου το παιδί σου
που –κοίτα– τρέμει στο σπιτάκι της αβύσσου
Τ’ όνομά μου
Ηλίας – ένας ιππότης δίχως ξίφος.
(Το ύφος
γύρεψα ή στρείδι με λαμπρό μαργαριτάρι;)
Του Παραδείσου δεν ζουλεύω το χορτάρι.
σε υπόγεια
νερά να φτιάχνω μουζικούλες
–βαρκούλες
στα ρηχά· να ναυαγούνε. Zητιάνεψα το χάδι
σαν ψωμάκι. Του ελέους σου πλέξε το υφάδι.
στην άκρη
του Σύμπαντος εκύλησε. Το ακούω.
Υπακούω
σε ό,τι ευδόκησες –καλή– να του παραχωρήσω:
μέσα στο ποίημα αυτό, Υιό σου να τον χρίσω.
–μίξεις
από κρινάκια κι από αγκάθια–
η παθια-
σμένη του φωνή ν’ αναστηθεί στο στόμα
ωσάν του έαρος λαλιά σε δανεισμένο σώμα.)
Πεπρωμένο
ένα μπαλκόνι στην οδό Βεΐκου.
Η οικου-
μένη με κοιτά· και η αιώρα τ’ ουρανού
εδώ από κάτω: περιμένω καποιανού
(Ηλίας-Ήλιος: στις δώδεκα θα δύσω)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου