πάνω απ’ το σωρό που υψώνεται, βιτσίζει
ένα ένα τα ελιόκλαρα, προσηλωμένος.
Μια σύντομη φυλλορροή, λες ψιχαλίζει,
κι απ’ το ραβδί δαρμένα τα κλωνάρια μένουν
γυμνό προσφάι για τη φωτιά. Σαν θυμωμένος
τα ρίχνει πλάι με χέρια που δεν ξαποσταίνουν.
Ογδόντα χρονών. Έκτυπες οι φλέβες, χρώμα
έτοιμο να εκραγεί. Ο σκελετός σαν χλεύη
στ’ απομεινάρι δέρματος, φθαρμένο στρώμα.
Το στήθος σαν το βλέμμα του ολοένα ρεύει
προς το βαθούλωμα. Χλωμός. Και να χρωστάει
το μέσα του σ’ αυτόν τον ύπουλο που ακόμα
χαιρέκακα τον αποικίζει, τον γλεντάει.
Τυλίγοντας με σύρμα τα κλαδιά δεμάτια
(η επιμονή μου απ’ τα βιβλία να ξεφύγω)
βλέπω με τα πρωτευουσιάνικά μου μάτια:
μπορεί να μη σταυρώνεται άλλο για τον τρύγο
στ’ αμπέλι του, ή να μην ξοδεύεται όπως όταν,
θέρος, ζεστό νερό καταηλιού, κομμάτια
για κάποιου αφεντικού τον έπαινο γινόταν,
ή να μην πολεμάει (καμένο το χωριό του
από τους Ιταλούς) μόνος του να στεριώσει
φερμένος πρόσφυγας εδώ το σπιτικό του,
και να δείχνει έτοιμος σχεδόν να παραδώσει
ευκολοδιάλυτο λεπτό ρεύμα αέρα
σαν λεύκα πέφτοντας από το ριζικό του –
μα δεν αδειάζει, κάτι φτιάνει κάθε μέρα.
Ξάφνου αρχίζει ο βήχας. Στρέφω το κεφάλι
στην αυλόπορτα, ελάτινη, στερεωμένη
σε τοίχωμα από πλίθες, σκόπιμα μεγάλη
το φόρτωμα του μουλαριού για να προσμένει:
το πράσινό της πια τη χάρη έχει αποκτήσει
που η μνήμη απατηλή στο παρελθόν προβάλλει
όταν με απουσία του πόνου το στολίσει.
Ο βήχας ημερεύει. Από το δρόμο φτάνουν
φωνές παιδιών, τρεχαλητό. Κάτι ετοιμάζει
στο σπίτι μέσα κι η γιαγιά. Τα χέρια πιάνουν
ακόμα ένα κλαρί: σαν ξόρκι, όπως διαβάζει
τ’ απόγευμα κουκουβισμένος στο κρεβάτι
τη θεία επιστολή: πράξεις, ρυθμοί που κάνουν
το πέρασμα του χρόνου μια οφθαλμαπάτη.
Ίσως πάλι τυλίγεται όταν υποφέρει
σαν σιγουριά την πίστη: πως θ’ ακολουθήσουν
τα χνάρια του τα εγγόνια, έστω σ’ άλλα μέρη.
Δε μας βλέπει κυνηγούς που θα κυνηγήσουν
τ’ απρόσιτο της ηδονής – μες στο μυαλό τους
απόφαση παρμένη να κοπούν μαχαίρι
οι τελετές, οι ελπίδες, το εξωγήινό τους.
Πρόσφυγες του παρόντος είμαστε. Μονάχα.
Καθώς αργά γεμίζω το τσουβάλι φύλλα
που προορίζει για τα πρόβατα, σαν να ’χα
γευτεί πραγματικά το τέλος, τη μαυρίλα,
οργίζεται με το ρυθμό μου. Τέτοιο βλέμμα
να μάγκωνε και πιο παλιά τη μάνα τάχα,
μην πάει στο πανηγύρι, μην του πει ένα ψέμα,
μην . . . . ; Ή τη διαβολικά κινημένη βλέψη
του γείτονα που γύρευε χαμογελώντας,
έρποντας, μέρος απ’ το σύνορο να κλέψει; –
Μες στην αδιάκοπη χειρωναξία ζώντας
παραμένει. Δεν σκέφτηκε ποτέ άλλη τύχη.
Κι όμως. Κρατάει, ξεφυλλίζει αφού χαϊδέψει
όποιο βιβλίο μου κάθε φορά πετύχει.
«Απόστασα». Τρεμάμενοι οι ώμοι πλησιάζουν
τ’ άφθονο μαύρο της κληματαριάς. Αφήνει
το βάρος στο ραβδί. Τα μέλη ξεμουδιάζουν
με βήματα που λίγο λίγο κατευθύνει
προς το τραπέζι. Κι όπως κάθεται ανασαίνω
τον στεναγμό να διαφεύγει: όλα μοιάζουν
για σήμερα σωστά, σαν έργο κερδισμένο.
Ενώ τα χέρια αναζητούν κρασί, φοριέται
η γλύκα απ’ τη ματιά. Σαν φορτωμένο νιάτα
το επίμονο των σκέψεων αποτραβιέται,
όπως στο δρόμο τα ξεφωνητά (χορτάτα
πόλεμο). Στις παρυφές τώρα του χειμώνα
απλώνεται σαν θησαυρός και σπαταλιέται
το θρόισμα του μεσημεριού απ’ τον ελαιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου