τι θα κάνω με τις λέξεις αρρωσταίνω
καθημερινά·
μ’ όλους τους νεκρούς μου
ωριμάζω υποδύομαι
μια εποχή
μια σχέση με τον εαυτό μου
(ο οποίος, στο τέλος θα βρεθεί
περίλυπος έως θανάτου
μέσα στην ακατοίκητη ιστορία).
Τι επιτέλους θα γίνει και
πώς
οι φράσεις μου δεν θα είναι πια
σαν αναχωρήσεις και
σαν λιποθυμίες.
Η ύπαρξή μου συντρίβεται
ως ύπαρξη δεν με ωφελεί
και πολύ αν κοιτάξω πιο δω στην
κουζίνα περνάνε κατσαρίδες μικρο-
σκοπικές λέξεις με τις σκόνες του χρόνου
πιο μικρές κι απ’ το άσκοπο
– ζωάκια προς καταστροφή
(εμπορεύματα οι λέξεις απροσδόκητα
περιστατικά
κωδωνοκρουσίες ή
κοριτσάκια που θα γεννήσω) ωστόσο
ο
εραστής μου η δόξα
παραφυλάει στα κρυφά στα τετριμμένα
λόγια, τα παραδοσιακά και τα λοιπά
σ’ αγαπώ, λέει
σαν ηχώ
(εννοεί, άσε με να φαντάζομαι ότι είσαι το
πιο τερατώδες, αυτό που
παγώνει κι αειθαλές μένει).
Στο μεταξύ, τα λαχανικά βράζουν
τα ζυμαρικά στενάζουν.
Σ’ ένα φέρετρο η νύχτα φέρνει πάλι
κατοίκους της αλλοδαπής.
Ώρα δώδεκα και μισή μαγειρεύω
τις επιδιώξεις
–γράφω μια ιστορία ερωτική και οι
φράσεις θυμίζουν βαρύ ροχαλητό:
αγαπώ έναν άντρα με ουρά
κάθε άνοιξη στα λέπια του επάνω συντηρώ
τον πόθο τα καλοκαίρια εμφανίζεται
σαν χειμώνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου