Αυτή η γυναίκα
που προχωράει με το κεφάλι ψηλά
έχει συλλάβει το σπέρμα μου,
στο ζεστό της αίμα
κύλησαν
όλα τα δάκρυα των βαράθρων
τα νυχτερινά δρομολόγια
οι μεγάλες αποφάσεις
όλα τα γυμνά χρόνια της σάρκας μου,
τώρα
μπαίνουν βαθιά στα κύτταρα
κουβαλώντας το θρυμματισμένο φως
αυτό που θησαύρισα
στα σκοτεινά και τυφλά υπόγεια
κραυγάζοντας
το θάνατο και την ελπίδα.
Αυτή η γυναίκα
που προχωράει σαν ένα πλοίο στη γαλανή μέρα,
ήρεμη, υπερήφανη αισθάνεται
το ρυθμό του κόσμου
γνωρίζει πιο πέρα να πηγαίνει απ' το δικό μου θάνατο,
απ' τα παρθένα μάτια της
αρχίζει η οπτική γωνία
που σκοπεύει
στην προβολή του κόσμου που φτιάχνω με τα χέρια μου,
ανεβαίνει
η γυναίκα που αγαπώ
ανελκυστήρας για τον καινούριο κόσμο
με κοιλιά που λάμπει
τρούλος εκατονταπυλιανής
και υπόσχεται
την υψηλή συνέχεια του κόσμου.
...
Η Ναυσικά των κήπων
Κάποτε μας ωθούν οι ανάγκες
επιστρέφουμε στους παλιούς κήπους,
όπου
αγαπήσαμε τις περίβλεπτες γυναίκες,
αυτές που τις πήρανε
οι μηχανές, οι εύκολοι δρόμοι.
Επιστρέφουμε
στους κήπους που τώρα είναι αμμουδιές
κι η θάλασσα
αφήνει μαλακά κορμούς μιας άνοιξης,
λησμονημένα οστά,
όπου αναγνωρίζουμε
ή μέσα στις ανάγκες μας πρέπει ν' αναγνωρίσουμε,
το λευκό χέρι και την κρυπτή κοιλότητα
της Ναυσικάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου