Τα σύννεφα χαμηλώνουν
του τρόμου συγκεντρώνουν το σπέρμα
κλείνουν οι πόρτες του ορίζοντα
οι πηγές σβήνουν του φωτός.
Ένας άνεμος σαρώνει τους δρόμους
τις πόρτες χτυπάει τα παράθυρα
διαστέλλει τα μάτια.
Στις ακραίες συνοικίες
οι ειδήσεις έρχονται
κύματα της θάλασσας.
Στις πόρτες
στις γωνίες των σπιτιών
πρόσωπα με πελώριες ραγισματιές
ξεχάσαν την ελπίδα.
...
ΙΘ'
Μουχλιασμένοι δρόμοι
παράθυρα εξορυγμένα απ' το σκοτάδι λάμπες των είκοσι πέντε γλείφουν
νυχτωμένα πρόσωπα, δωμάτια
που μυρίζουν σιωπή και παραίτηση.
Οι άνθρωποι,
με τα χέρια στην απόγνωση
κι ο χρόνος σωριάζει ανελέητα τις ανάγκες,
μικραίνουν, οι νύχτες τους δολοφονούν,
στις γωνίες η αγωνία, η πίκρα
γεμίζουν οι καπνοδόχοι αιθάλη,
τα μάτια θολώνουν κ' η ψυχή τήκεται.
Οι άνθρωποι ωριμάζουν
με σιωπή και στέρηση.
...
Δουλεύει στην καινούργια Εγνατία οδό.
Απλώνει χαλίκι
κάτω από τον ήλιο ακολουθάει τον οδοστρωτήρα.
Μάτια χάνονται στις γούβες του κρανίου
χέρια σκληρά διαβρωμένα
σώμα λιγνό φαγωμένο από σκληρές συνθήκες
τη φώναζαν Ελένη.
Άλλες γυναίκες από τα πεζοδρόμια
αποστρέφουν το βλέμμα
μεταξωτά αρωματισμένα μαντίλια
για τη σκόνη και τη βαριά οσμή της πίσσας.
Εύκολο περισσότερο να ξαπλώνεις το σώμα
βορά στους πεινασμένους
απ' αυτήν την ατέλειωτη ημέρα στην κόλαση
με ήλιο πίσσα και σκόνη
σκύβοντας με το φτυάρι στο χέρι
στην καινούργια Εγνατία οδό.
Η Ελένη δουλεύει στις επιστρώσεις.
Τις νύχτες στη συνοικιακή παράγκα
γεμίζει ελπίδες τα μάτια των παιδιών
καθώς ο πόνος την παίρνει
ετοιμάζει τ' όνειρο της άλλης μέρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου