να βυθιστώ,
το Ατίθασο μυαλό μου ανεμίζει
καβάλα στου Αιόλου την πνοή,
ανάμεσα στα σύννεφα
της Υπομονής και της Οργής μου...
Σφαλίζω με όση δύναμη
απ' το καμάτι της Ημέρας μου απομένει
τις δύο Πύλες των ματιών μου,
και περιγελώ ειρωνικά της Μέρας
τα ευτράπελα,τα σοβαρά και τα αστεία...
Και,αφού δεν μπορώ στο Όνειρο να βυθιστώ,
ανάβω ένα Κίτρινο Κερί,
μήπως τις παγωμένες μου παλάμες και ζεστάνω,
ενώ,
αφουγκράζομαι από το θρόϊσμα του Σκοταδιού
των Προγόνων μου τους μικρούς θεούς,
που τούτηνε την Ανήθικη Ώρα κλαίνε,
όντες Ανίσχυροι πιότερο από ποτέ,
Πήλινοι,Γυμνοί...και Τιποτένιοι!
Και Ύστερα σαν έρχεται η Χαριτόβρυτη Αυγή,
στο δώμα μου ρίχνω τριγύρω μιά ματιά,
κι αυτό,πάλι αδειανό όπως ήτανε και Χτες,
μα και Προχτές και Πάντα,
με τους μικρούς θεούς να κείτονται Νεκροί,
κάτω απ' του Δικού μου Θεού τη Μπότα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου