Όλο κάποιος μας εγκαταλείπει.
Δε μας προδίδει,
ανοίγει μόνο την πόρτα και φεύγει.
Τότε φωταγωγούμε το δωμάτιο,
ξεσκονίζουμε τα έπιπλα,
ανοίγουμε το ραδιόφωνο σε όλη την ένταση.
Με το θόρυβο
τα εκτυφλωτικά φώτα
με το να κρύβουμε στο υπόγειο τις άδειες καρέκλες
προσπαθούμε να καλύψουμε το κενό,
να ξεχάσουμε.
Όμως η πόρτα πάντα ανοίγει
κι η νύχτα παίρνει τη θέση αυτού που έφυγε.
Το κενό όλο μεγαλώνει
ανεβαίνει στην οροφή, κατεβαίνει στο πάτωμα,
στριφογυρίζει,
γίνεται δίνη μάς παρασέρνει
στο κέντρο της περιστροφής
και πια δεν ξέρεις
αν είσαι αυτός που έφυγε
ή αυτός που έχει μείνει.
***
Έγκλειστοι
Μα πάντα φθάνουν τα γεγονότα,
μας βρίσκουν απροετοίμαστους.
Σαρκοβόρα άνθη
στους κήπους, στους δρόμους,
στις δημόσιες πλατείες παράλογοι θάνατοι.
Υπάρχουν κάτι πρωινά
οι βρύσες μάς ποτίζουν αίμα
έτσι η δίψα δε σβήνει, ανάβει
κι η φρίκη μάς ζώνει.
Μας ζώνει η φρίκη, μας ζαλίζει
δε βρίσκουμε την έξοδο
ή μας έχουν δώσει λανθασμένες οδηγίες,
στριφογυρίζουμε και μένουμε
στο δωμάτιο
με την άγνοια
ή την υποψία να υγραίνει τις παλάμες.
Και πάντα χωρίς έξοδο.
***
Αναμονή
Το χιόνι, η βροχή
ο ήλιος αφανίζει την πολιτεία
Την άσπρη πολιτεία
τη μαύρη πολιτεία.
Τα πρόσωπα τα φθαρμένα
τα φαγωμένα
που καταρρέουν σαν τα παλιά πετρώματα
γεμίζουν σκόνη τους δρόμους.
Πρόσωπα που οραματίζονται φτερά.
Τα γραφεία ταξιδίων
η εταιρεία αερογραμμών
ο σιδηροδρομικός σταθμός
η ακτοπλοϊκή εταιρεία
οι υπεραστικές γραμμές
δεν εκδίδουν εισιτήρια
αναστέλλουν τα δρομολόγια
μάς αφήνουν.
Δίνουν αόριστες υποσχέσεις.
Ποιος ξέρει πότε θα πάρουμε τη θέση μας.
***
Απροσδόκητο παράθυρο
Σ' αυτήν τη μαύρη πληγή
μην περιμένεις να δεις φαντάσματα.
Από το απροσδόκητο αυτό παράθυρο
ο ήλιος μεγαλώνει τα ηλιοτρόπια,
αυξάνει τη χλόη στις βουνοπλαγιές
όπως τα τρυφερά μαλλιά σου.
Στο στόμιο που χάσκει
ανοιξιάτικες μαργαρίτες διαμοιράζουν τα ιμάτιά τους.
Πλησίασε Ιωάννα
τα κουρασμένα από τη περιπλάνηση βήματά σου,
φώναξε, στη μαύρη πληγή, τ' όνομά μου να κιθαρίσει
στους αρχαίους σταλακτίτες τής προσμονής.
Λίγο ακόμη.
Λίγο ακόμη και θα δεις τον έναστρο ουρανό,
στο απροσδόκητο μαύρο παράθυρο,
με τους γαλαξίες
των παιδικών σου ελπίδων.
Οκτώβρης 1958 - Απρίλης 1962
***
Χωρίς φως στη βόρεια πόλη
Ακόμη δεν έσβησες το φως.
Κάποια σκιά που μετακινείται στον τοίχο,
κινείται προς την έξοδο,
υπενθυμίζει.
Όχι πως τώρα έχει ιδιαίτερη σημασία
αφού ο ήλιος σού φωτίζει τα παράθυρα
δεν έχεις ανάγκη από αναμνήσεις
το παρόν σου κυλάει κοχλαστό ποτάμι.
Μόνον εγώ,
σ' αυτήν τη βόρεια πόλη
με τον αγέρα να λεηλατεί
και τη νύχτα από το μέτωπο
να κυλάει ως τα νύχια
έχω ανάγκη από φως.
Έστω, μια φωτεινή σπιθαμή από τα μάτια σου.
Ένα μικρό φράγμα φωτός
εδώ που δεν υπάρχει αντικατάσταση
και θ' αγωνιστούμε, άραγε γιατί;
με τα δόντια ως το τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου