με το κατράμι στην ψυχή
και ασήμια στα μαλλιά
μέριασε τ’ απομεινάρια της θύρας
πέρασε στο άδειο, στη σιωπή
με σανίδια σπασμένα
Εκεί το νερό, εκεί το ψωμί
έβγαλαν ένα μπουκάλι ρακί
Σκούπισε με τον αντίχειρα
ένα ποτήρι μικρό, ήπιε
Ήπιε κι η Βασιλική
Το γέμισε πάλι
σήκωσε τα μάτια κατά την οροφή
Πέρασαν ώρες αμίλητοι, καθιστοί
Αποκοιμήθηκε η Βασιλική
κι αυτός λογάριαζε στον τόπο τον τόπο
με την ξετοπισμένη του ψυχή
ν’ ανασάνει η μνήμη
να κατεβεί απ’ το λαιμό, να καταπιεί
που τάιζαν, κυνηγούσαν πουλιά
Έγειρε στο σωρό μέσα στα ξύλα
έμειν’ εκεί
μ’ ένα φτεράκι ν’ ανοίγει ήσυχα
σε μια καινούργια χώρα, σκοτεινή
Σηκώνει στην τύχη κορμό
κλώνους, φύλλα, δύσκολο καρπό
των άνυδρων εποχών
των ανέμων που δοκιμάζουν την αντοχή του
με σημάδια από μάχες στις πλάτες
πάντοτ’ εκεί
Αφύλαχτο σ’ αυτόν που θά ’ρθει
στον ίσκιο να σταθεί ή να το ρίξει
Με δίχως φύλλα επιμένει
νά ’ρθουν πουλιά στ’ άλκιμα κλαδιά
να τ’ αντικαταστήσουν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου