Τα πράγματα δε μου μιλούν, στέκω ν' ακούσω
τους τελευταίους τους ψιθύρους, καθώς πεθαίνουν.
Οπως η λυπημένη θάλασσα της γαλήνης.
Περίλυπο το άλλο μου πρόσωπο τα επισκοπεί,
πάνω από νοτισμένες στέγες κι από καμινάδες που
παλεύουν νότος και βορράς
κι αλλάζουν στη βροχή και στον καπνό κατεύθυνση.
Ξημερώνει στους καπνοσυλλέκτες και στις κεραίες των
τηλεοράσεων.
Κι ωστόσο, αντίκρυ εκεί στον τοίχο, πέφτει ακόμα
φως τόσο γλυκό,
υπόλοιπο απ' αυτό που λέγαμε άλλοτε ψυχή.
Ούτε το σκέφτεσαι πως πάει να δύσει.
Ο κόσμος βουίζει γύρω πιο πραγματικός.
Ο ήλιος είναι πιο ζεστός στα μέλη.
Εργα της τύχης και της τόλμης.
Ωσπου να λάμψει ξάφνου εμπρός σου
ο άγιος αστραφτερός κρατώντας το σπαθί,
όταν δε θα μπορεί πια να ξυπνήσει η σκέψη.
Ομως εγώ μόνο γι' αυτή τη ζωή μιλώ.
Την άλλη, κι αν την πιστεύω, δεν την ξέρω.
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΤΑ ΜΙΣΑ ΤΟΥ ΠΛΟΥ (1979)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου