Τα παιδιά του Δευκαλίωνα
δεν κατοικούνε πια εδώ.
Άδειασαν την αρχέγονη ψυχή τους
στην ακροθαλασσιά,
Φόρτωσαν την τεμαχισμένη τους ζωή
σε τροχοφόρα πολύχρωμα
και πριν προλάβουν τα σπίτια να σφαλίσουν
αλαφιασμένοι έφυγαν κατά τη δύση.
Εκείνοι, οι λίγοι, που έμειναν πίσω
-πεισματικά ή κατά τύχη —
γίναν παρελθόν από μάρμαρο,
Τώρα τους μνημονεύουμε
τα καλοκαίρια.
Δρασκελώντας προμαχώνες
από θρυμματισμένα αγγεία,
συνεπιβάτες τραγικοί
σ’ αλλότριες πολιτείες
ανερμάτιστα οδεύουμε
ανάμεσα στο ζαφειρί και το γήινο.
Κάθε Αύγουστο
νοικιάζεις ένα ζευγάρι κιάλια
τα βάζεις στα μάτια
κι ονειρεύεσαι…
την πολιτεία
πέρα από τα γκρίζα δέντρα,
την πολιτεία
που απλώνεται μέχρι τη θάλασσα.
Μ’ ένα σακίδιο νεκροψίες
οι γυρολόγοι πάντα επιστρέφουν
αγγελιοφόροι θριαμβευτές.
Μονομαχούν,
δαμάζουν θηρία,
σκοτώνουν δράκοντες.
Κάπου – κάπου αγκαλιάζουν
κι αγγέλους.
και με τραγελαφικά προσωπεία
σφηνωμένα σε ημίκυρτους αυχένες
περιφέρουν την έγκλειστη μνημοσύνη τους
κάτω από το πορφυρό φεγγάρι.
η παράσταση
αναβάλλεται επ’ αόριστον.
Η εκπνοή του σκοταδιού
διαλύει τ’ όνειρο,
ταριχεύει
την τελευταία ρανίδα
ακρωτηριασμένων συναισθημάτων
και προχωρεί
σε πονηρούς συσχετισμούς
κι ανήθικες δοσοληψίες.
Σαν τ’ άσπρο χαρτί
καταβροχθίζει ΐις λέξεις.
Το χέρι μετέωρο
αδυνατεί να χαρτογραφήσει
τ’ όνειρο.
Ψηλαφώντας το σκοτάδι
προχωρείς κι όλο επιστρέφεις,
γλιστράς κι όλο ανεβαίνεις
κι η σκέψη σου [Βυθίζεται
σε κύκλους μεταποίησης.
κραυγή απελπισίας σε αντίλαλο.
Στη Νίσυρο
δεν έφθασε ποτέ
η Ερμιόνη.
Από καπρίτσιο
έμεινε στα μέσα του πελάγους.
Να διαφεντεύει ουρανούς,
να χαιρετά τους γλάρους
και ν’ αλιεύει στο βυθό
τις Ατλαντίδες.
Αιχμαλώτισες τη χίμαιρα.
Χρωμάτισες το φως
με λάμψεις αιώνιες.
Γέμισες δελφίνια τις μέρες
και ξεσκίζοντας την ύπαρξη
έφυγες.
για να χωρέσει
στις κόρες των ματιών σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου