’Αγγέλου χέρι ἒκτισε, θεμέλιο μαρμαρένιο
καί κάστρο πού προστάτευε, τοῦ Μέγα Κωνσταντίνου,
τήν πόλη καί τόν κόσμο της, ψηλό καί γρανιτένιο,
ἐνῶ ψηλά ἀχνόφεγγε, σκιά ἡμισελήνου
κι ἡ σμαραγδιά της ὂψη της, δέν ἒμοιαζε θανάτου,
μόνον ἀρχή πανσέληνου κι ἀρχή χιλίων χρόνων,
Βασίλειου γῆς Ρωμαίικου κι ‘Ελλήνων ’Αθανάτου,
στό διάβα τῶν ἑπόμενων, τῶν ἒνδεκα αἰώνων
κι ὁ χρόνος ὃταν τέλειωσε καί ἦρθε τῆς κατάρας,
ἡ ὣρα γιά τό πάρσιμο, τῆς Αἰωνίας πόλης,
χίλια φουσάτα διάβηκαν, τῆς πιό χυδαίας φάρας,
τά κάστρα σάν ἀνάθεμα, ἀπαίσιας πανώλης
και γίνανε οἱ πῦλες της, οἱ δρόμοι κι οἱ πλατεῖες,
τῆς κόλασης προθάλαμος καί τῆς ζωῆς σφαγεῖο,
μιᾶς Μοίρας ἀναπόφευκτης, ἀπό γνωστές αἰτίες,
πού ‘χ(ε) ἀπογίνει εὒθραυστη, σάν πήλιν(ο) ἐκμαγεῖο.
Ἲδια ψυχή καί μάχητα κι ἲδιου λαοῦ τό αἶμα,
καί στήν Κωνσταντινούπολη, ὃπως στίς Θερμοπῦλες
καί ἡ θυσία ἒγινε, ἲδιο τοῦ θρύλου ρέμα,
π’ ἀφρίζοντας ξεπήδησε, στοῦ Ρωμανοῦ τίς πῦλες,
τούς Ἓλληνες ποτίζοντας, γιά πάντα στούς αἰῶνες,
ἀπό τό νάμα τ’ Ἃγιο τους, μήν καί ποτέ ξεχάσουν,
τό χρέος τους στούς πρόγονους, γιά πίστη καί ἀγῶνες,
τήν Πόλη πρίν λυτρώσουνε, ποτέ μήν ξαποστάσουν.
Κι ὁ Κωνσταντῖνος ἒπεσε, σάν νέος Λεωνίδας,
«πιστός τοῖς κείνων ρήμασι», ὡς Ἓλληνας ὁπλίτης
ἀκόμη ἓνας μάρτυρας, γιά χάρη τῆς Πατρίδας,
καί Βασιλεύς ταυτόχρονα κι ἐλεύθερος πολίτης….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου