Άλαλα λόγια ψέλλισαν, οι άνεμοι κι οι ίσκιοι
κι η πίσω της Πανσέληνου, απόκρυφη πλευρά της,
εκείνην π’ Ήλιου φώτισμα, ποτέ της δεν την βρίσκει
και σέρνει τα μυστήρια, των άστρων στην φορά της
και το βαθύ του πέλαγους, γαλάζιο των κυμάτων,
μαζί με τις χρυσόπνοες, ακτίνες με το φως τους,
στα μάτια που λαμπύριζε, αρχαίων αγαλμάτων,
θαρρείς και μες το μάρμαρο, κτυπούσε ο παλμός τους
κι αυτά τα λόγια σμίγανε μ’ ανάσες που παλλόταν
σε σκορπισμένα μάρμαρα κι ερημικά ξωκλήσια
και σε ναούς Ρωμαίικους, π’ ακόμα ορθωνόταν,
σε χώματ’ αλησμόνητα, στου Γένους την Οδύσσεια
και γένναγαν την πρόκληση και την Αγία φλόγα
ενός ονείρου που ‘χαμε από πολλού ξεχάσει
Θείου κι αρχαίου Έρωτα που πρόσφερε την ρόγα
απ’ τον μαστό που έπρεπε το Γένος να θηλάσει
και ήταν οι αγώνες του κι η πίστη Στον Χριστό του
κι η δύναμη της τρέλας του για την Ελευθερία
παρά με πλούτη ανήθικα, δούλος στον εαυτό του
και σ’ άλλους ξένους άρχοντες με δίχως Ιστορία…..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου