Βαδίζω σαν τον Παύλο προς τη Δαμασκό, μα πάω απλώς στους Λύκους, που απόμειναν κρυμμένοι πιο ψηλά κι όπως το απόβροχο ξεραίνονται στη γούβα.
Το δάσος από χρόνια δε μιλά, έχει τραβήξει τις εικόνες σα σφουγγάρι, τα πρόσωπα όσων κάποτε περάσαν από δω, δώσανε μάχες με ληστές, σταβλίσανε σε χάνια, κατηφορίσαν μέρα σαν κι αυτή, φέραν το αίμα τους στην πόλη.
Δεν ξέρω από δέντρα ούτε από πουλιά, αργόσχολος της φύσης είμαι, που την κρατά ένα βελανίδι στην παλάμη του και ψάχνει να του σπάσει αυτό το κέλυφος, να μπει παροξυσμένος μες στη μνήμη, ν’ ακούσει τις εικόνες που σιωπούν, φωνές ατέλειωτων βουβών αιώνων, τεμαχισμένες τώρα πια, κορμοί από υλοτόμους, που τριγυρίζει έρποντας το φίδι του μυαλού.
Δεν έχει η γη κιτάπι να κρατά, μια βρύση αφήσαν μόνο, απ΄τα βουνά ξεκίνησαν να δουν τους μαχαλάδες, ν’ ακούσουν τη βοή απ΄τα νερά, να χτίσουν μοναστήρια, δέσανε στο κορδόνι της φωνής μια και μιαν άλλη γλώσσα, πήραν τα ζώα κι ήρθανε στην πόλη αγωγιάτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου