Δυο βλέμματα ριγούν στο φως της νιότης,
ερώτων απόστρατων στοχαστές.
Το πέλαγος, του ανέφικτου στρατιώτης,
που αφόπλισαν γλυκά οι ποιητές.
Το κόκκινο κρασί, θαρρείς του ονείρου
το ένδυμα, πως έβαψε, στους ώμους,
να φέγγει μες στο χάος του απείρου
εκείνους που ερωτεύτηκα τους δρόμους.
Ξεγέλασαν με ο νους ή αλήθεια εφάνης;
Σε άγγιξα, χρυσή, πως να ‘ναι λάθος;
Προσμένω να ξανάρθεις για να υφάνεις,
ως έπραξες, πελώριο το πάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου