Εκεί που κάποτε οι πεταλούδες χέρι-χέρι περνούσαν,
φθονώντας το λάγνο φτερούγισμα των ηδονών.
Νέα αγόρια, που έστησαν παγίδες στον Άδη,
καρτερώντας να υγράνουν δυο χείλη
που κι ο Έρως δεν επόρθησεν.
Απ ‘το καφενείο στην οδό Αλκυόνης δεν απόμειναν παρά θύμησες,
σ’ ανθρώπους που δεν είπαν ποτέ στις φαμίλιες τους
για κείνα τα κρύα βράδια, που οι στάλες της βροχής
άχνιζαν απάνω στα γυμνά σώματα
κι ο φόβος μην ιδωθούν
νικιόταν απ΄ την ορμή για μιαν απαράδεχτη ένωση.
Από κείνο το καφενείο περνούν γέροι πια κι ωχροί,
σπαράζοντας τα σωθικά τους για την ζωή
που πέρασαν σε σπίτια που δεν θέλησαν,
μ’ ανθρώπους που δεν ορέχτηκαν ποτές•
Για την υπόσχεση που αθέτησαν
πως κάποτε, σε τούτης της οδού το καφενείο,
σαν άλλος Κύηξ κι Αλκυόνη, θα γίνονταν πουλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου