πέταξα έπιπλα, ενθύμια παλιά,
αυτή που λένε πως δεν έχει γιατρειά,
που μια γραμμή τραβάς κι όλα ξεχνιούνται τάχα,
και το μελάνι απ’ το στυλό, το ρίχνεις στη φωτιά.
και μες στης λήθης τους διαδρόμους περπατάς,
πως καταστράφηκαν σε μία καραμπόλα,
κι όμως, πάλι, σαν τα μάτια τις ζητάς.
ούτε αρρώστια, ούτε λήθη αποζητά.
Σε κάθε σκέψη θλιβερά χαμογελάει,
τις αναμνήσεις, πώς να τις πετάξεις ξαφνικά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου