ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗ
τί είδους μαχαίρια σε χαράκωσε έτσι;
Σε είχα προειδοποιήσει να σταματήσεις
να καλλιεργείς αδέσποτα χέρια
δεν θα φυτρώσουν
για να γράψουν τη θεσπέσια λέξη
αναπόφευκτα στράφηκαν εναντίον σου
αγανακτισμένα με την ποιότητα του εδάφους
πώς να πιάσουν με τόσο αίμα να τα ποτίζει;
Δικό τους αίμα που μέχρι πρόσφατα
στις φλέβες τους κυκλοφορούσε
να μην σε ξαναδώ λοιπόν στο αυθόρμητο
να καυχιέσαι ότι απέκτησες φτερά
για κατακόρυφη απογείωση
ό,τι κατακόρυφα ανυψώνεται
κατακόρυφα συντρίβεται
καλλιέργησε αν θέλεις σύθαμπα
από σπόρους αδήλωτου ήλιου
άλλωστε κρύβεις πολλές
ξεθυμασμένες αχτίδες
στην αποθήκη σου
ποθούν να λάμψουν φευγαλέα
πάρε ως παράδειγμα εμένα
από καιρό έχω πάψει δημόσια να ανθίζω
για να κερδίσω εύκολη πρόσβαση
στη λεπιδοφόρο νύχτα
επέλεξα το συμβιβασμό
μιας μυστικής ανθοφορίας
και φυσικά έπρεπε κάποια στιγμή να μαρανθώ
όπως είχα υποσχεθεί
στα εκ γενετής ζηλότυπα μαραμένα
όλα τα κλαδιά μου τα έστρεψα
τότε προς τα μέσα
σ’ ένα άδειο χώρο πού αν δεν δοκιμάσεις
δεν θα μάθεις ότι υπάρχει
με την πείρα και τις δοκιμασίες
σε όλες τις μορφές της κίνησης
διδάσκεσαι το σεβασμό προς την ακινησία.
Δες πόσα χρόνια κάνουνε τα δέντρα να πεθάνουν.
ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ
να αποτίσω φόρο τιμής
σ’ αυτό τον κόσμο
αυτός με πλούτισε
αυτός με φτώχυνε
αυτός μου εκμίσθωσε
την ρυμούλκηση του πνεύματος
μέχρι την πλήρη εκταμίευση
όλων των αισθήσεων
αυτός εντέλει συνταξιοδότησε
τα πάθη μου
ώστε τώρα ρεμβαστικά
να απολαμβάνω καπνίζοντας
της ζωής τα ερείπια
ενιότε ναι, ανεβαίνω στο απέναντι βουνό
για να επιβεβαιώσω
πόσο επιβλητικότερος
είναι ακόμα ο ουρανός
από αυτά που ευθυγραμμίζονται
στο βλέμμα μου
θυμάσαι που με ρώτησες
«γιατί όσο τον πλησιάζουμε
αυτός απομακρύνεται»;
θυμάσαι που με επίσημο τόνο με ρώτησες
«αν η θάλασσα που δείχνει να συγκλίνει
ως μαγνητισμένη στο ομοούσιο γαλάζιο,
αγνοεί τη ληξιπρόθεσμη σύμβαση χρώματος
που της δόθηκε»;
σ’ ένα ποίημα.
Όμως τον τυφλοπόντικα συχνά επισκέπτομαι
στον οποίο απέραντο σεβασμό τρέφω
για να τείνω ευήκοον ους
στην ερμητικά έγκλειστη
αναπνοή των νεκρών.
ΔΥΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
δύο διαφορετικές φωτογραφίες
να δείχνουν το ίδιο πράγμα;
Η μια – προάστια Μόσχας
χιόνι παντού, φοιτητική παρέα
που ακροβολίστηκε στις ταράτσες του χρόνου
εσύ για μια στιγμή να ισορροπείς
στις στιλβωμένες ράγιες
που χάνονταν στο αχανές βαθύ της ενδοχώρας
κι ύστερα λίγο πριν σωριαστείς στο χώμα
κάποιος που δεν ξανάδα
λες και τον παρέσυρε τρένο-φωτοβολίδα
να σε απαθανατίζει.
Η άλλη στους απέραντους αμπελώνες του Μπορντώ
στενός διάδρομος χορτόσπαρτος
κυκλωμένος κουρεμένα πυκνά φυτά
να αποκαλύπτει στο βάθος μικροσκοπική έξοδο
στη μέση της ολοστρόγγυλη κουκίδα
εσύ με μορφασμό αδιευκρίνιστο
– χαρά πρόσκαιρη ενέσκηψε πάλι.
Ποιος μας απαθανάτισε τούτη τη φορά
και τον σάρωσε ο χρόνος;
Πώς γίνεται δύο διαφορετικοί δρόμοι
να μην σε οδηγούν στο ίδιο σημείο
αλλά σαν μπανανόφλουδες
να κρέμμονται στο λοξό κορμό της μνήμης;
***
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
και στάθηκε δίπλα
από τα ασιτικά τους κορμάκια.
Ανασηκώθηκε και τα σκέπασε.
Οι βρύσες άρχισαν να τρέχουν καθαρό νερό
γέμισαν τα πιάτα φαΐ
τα παράθυρα άνοιξαν
κι ένα άλλο φως χύθηκε στα προσωπάκια τους
παρασέρνοντας μακριά το φόβο του θανάτου.
Στο βάθος του σπιτιού
στρωμένα κρεβατάκια με λινά σκεπάσματα
και χοντρά πουπουλένια μαξιλάρια
τους περιμέναν
Στις τεντωμένες ακόμα παλάμες τους
(σαν ικεσία που εκπληρώθηκε)
σπόροι φύτρωναν
και γίνανε ο κήπος του σπιτιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου