καὶ ἔπειτα ἐπήγαμεν εἰς ἕνα βουνὸ νὰ λημεριάσωμεν» —
τοῦ τό ῾πες τοῦ Τερτσέτη καθαρά, πῶς ἤτανε στὰ 1806.
Στὰ μέρη μου γυρνῶ ποὺ σφάξαν τὸν Δικαῖο.
Στουρνάρι, ἀσφάκα κι ἀγκορτσιές. Σπιθίζουν μαῦρα νέφη.
Οὔτε σκυλιὰ οὔτε πρόβατα, μονάχα πέτρες ποὺ βελονίζουν.
Στὴν κακαράντζα καὶ στὴ λάσπη καὶ στὸ παραγώνι
ἐδῶ ποὺ πέρασες καὶ σοῦ ῾δωκαν ψωμί,
κάτι — δέντρα καὶ ξέρακες — παληοὶ προγόνοι,
ἐδῶ νά, στέκομαι· σκάει νάρκη ὁ τόπος: Κοντογόνι.
Γέρο, δὲ γίνεται νὰ πῶ, νὰ γράψω
θυμᾶμαι ἀφράτα χώματα στ᾿ ὄργωμα, στὴ σπορὰ
ν᾿ ἀνθίζουν κόκκαλα καὶ σκουριασμένα σίδερα
καὶ νυχτοπούλια ποὺ ἔκλαιγαν στοῦ φεγγαριοῦ τὸ χιόνι.
Στὴ λησμονιά μου κύμβαλο, τῆς ἐρημιᾶς τὸ ντέφι
δὲν εἶσαι κόσμου στεναγμὸς μὰ φύσημα Θεοῦ.
Ἕνα τσακάλι ἔκοψε τὸ κλάμα του στὴ μέση
κι ἀκόνισε τὰ δόντια του στὸ σκότος τοῦ νεροῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου