σε μία γη που έσφυζε, από λαούς χιλιάδες,
που ‘ταν θνητοί τους, όλοι τους, φοβούμενοι αμάχη
και κόντρα με τον θάνατο, νεκροί ζωής ραγιάδες,
γιατ’ όσο τον ξορκίζανε, πάντα τον κουβαλούσαν,
μες τις ψυχές τους κι ήτανε, η ζήση τους αρρώστια
κι ο φόβος τροφοδόταγε, το τέλος που μισούσαν
κι εκείνο τους κατέτρωγε, ως μέσα στα εντόστια,
ενώ αυτοί οι Έλληνες, τον Θάνατο πνοή τους,
τον κάνανε και ζούσανε, φόβου απαλλαγμένοι
κι απλά τον θεωρούσανε, κομμάτι στην ζωή τους
και ξέρανε πως ήτανε, μαζί του γεννημένοι
κι αυτό Θεούς τους έκανε και ζούσαν με λαχτάρα,
παρέα με τον Θάνατο και την Αθανασία
κι ήταν αυτό που έκανε, την των Ελλήνων φάρα,
να ζει πάντα ελεύθερη κι έτοιμη για θυσία….
Αυτούς λοιπόν τους Έλληνες, τους ζήλεψαν οι άλλοι
κι ωσάν κι εκείνους βάλθηκαν κι αυτούς να μετατρέψουν
και βλέπεις το κατόρθωσαν, δίχως πολύ μεγάλη,
από αυτούς αντίσταση κι αυτούς να καταστρέψουν
και πια το βλέπεις, άθλιους, θνητούς κι αυτούς εκάναν
και είδανε τον Θάνατο, τώρα, σαν τον εχτρό τους
κι εκείνων που ελέγαμε, τον φόβο τους εβάναν
κι αυτοί μέσα στο είναι τους, νέο αφεντικό τους
και τούτο το κατόρθωσαν, με ψεύτικα στολίδια,
που σαν αυτοί τα δέχτηκαν, τους πήραν τις ψυχές τους,
κι οι αρετές κι η πίστη τους, όπως κι ο νους τους ίδια,
βουλιάξανε και χάθηκαν, στις ανασφάλειές τους…..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου