της Ιωάννας Χρήστου
Ο Γραφιάς
Χρεωμένος σαν
τις χώρες του νότου
και
δακτυλοδεικτούμενος
συλλαβίζω απ
την αρχή την αλφαβήτα.
Σκοντάφτω
διαρκώς πάνω στο Κάπα
κι απ’ τη
συνίζηση μέχρι την έκθλιψη
περιγράφεται
ολόκληρη η περιπέτεια του βίου μου.
Απ’ το δικό
μου χέρι τίποτε δεν καρπίζει,
τίποτε δεν
μεταμορφώνεται.
Το στάρι μένει
στάρι, το ξύλο μένει ξύλο, η πέτρα μένει πέτρα.
Κι εγώ γεμίζω
την κοιλιά μου,
τυλίγω το
κορμί μου,
λάθρα βιώσας,
στα γεννήματα
των άλλων.
Την τέλεια
πενία μου συμπληρώνει
η αχανής, η
αγέραστη ήπειρος των λέξεων,
με αρχέγονες
ρίζες και διακλαδώσεις,
με εκλεκτικές
συγγένειες και υποσημειώσεις,
αφ’ εαυτές,
με τη δική
τους, εσωτερική, εικονοποιία
ή ρέουσες,
μες στα
ποτάμια του Ομήρου και στα ρυάκια των Λυρικών.
Γιατί, ακόμη
και οι λέξεις μου, δικές μου δεν είναι.
Κι ο χρόνος
είναι δανεικός ή εξαγορασμένος
Για να μπορώ
εγώ σήμερα να γράφω,
μετ’
ευτελείας,
στα ματωμένα
μου τεφτέρια,
κάποιοι
καταδικάστηκαν σε πλήρη αφωνία,
στην επαρχία,
στο υπόλοιπο Αττικής,
στην Αφρική
και στη Λατινική Αμερική ή στην Ασία.
Κι έτσι, ως το
λαιμό, είμαι χρεωμένος.
Κι όμως, εν
τέλει, τι μπορώ;
Μόνο να γράφω.
Να σβήνω.
Και να γράφω.
***
Σκοτάδι
Πότε τελειώνει
πια αυτή η νύχτα;
Τα μάτια μας
γίναν σχιστά σαν χαραμάδες.
Πάνε τρία
χρόνια τώρα
που κλείσαμε
στην κάσα τον νεκρό μας.
Με πύρους
αναφιλητών καρφώσαμε το σκέπασμα.
Κι ούτε
θυμάσαι πια το πρόσωπό του.
Μα δεν έχει
τέλος αυτή η αγρυπνία.
Θα ΄θελα να
λεγα: Μην κλαις
και δεν αργεί
να ξημερώσει,
σαν τα τρελλά
κοκόρια που λαλούν μες στο καταμεσήμερο.
Μα το σκοτάδι
χύνεται αδιάκοπα απ’ την κάσα,
φέγγει πίσω
απ’ τα βλέφαρα
και
κουλουριάζεται στα σπλάχνα
τόσο που
νοητός δεν
είναι πια ο ήλιος.
Κι ούτε
θυμάμαι πια το πρόσωπό σου.
Έλα
να κάψουμε
επιτέλους το κουφάρι,
να γκρεμίσουμε
τους τοίχους της κάμαρης,
δος μου το
χέρι
στα τυφλά
να χαράξουμε
με το νύχι το στερέωμα
να ξεχορταριάσουμε
αντάμα το μονοπάτι του ήλιου
και με τη
ροδοδάκτυλη αυγή
να
αποκοιμηθούμε.
***
Βαβυλώνα
Στην άκρη του
ιστορικού σου κέντρου
έξω απ΄ τα
τείχη
εκεί που
θρέφει αναμνήσεις η Αμυίτις
σπαράσσοντας
τη σάρκα του δαμάσκηνου
στη σκιά των
κρεμαστών, αμαρτωλών σου, κήπων
ω Βαβυλώνα,
όσο οι
γεωμέτρες κι οι αστρονόμοι μελετούν τους νόμους της διαίρεσης του μηδενός,
μόλο που
εγκαθίστανται σε νέες ζώνες εμπορικών συναλλαγών και καλλιτεχνικών
δραστηριοτήτων,
όσο οι ιερείς
του πύρινου Μαρδούκ μηνύουν την επιστροφή Του
ω Βαβυλώνα,
που ακμάζεις,
παρακμάζεις και αέναα γιγαντώνεσαι
σαν όλες τις
μεγάλες αυτοκρατορίες
στην άκρη του
ιστορικού σου κέντρου
ενυπάρχω
όπως μια ρίζα
ασθενής στο καθημερινό σου λεξιλόγιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου