Η κουκουβάγια που έσκιζε την ηρεμία
της νύχτας.
Με το βαθύ της σκούξιμο απόψε, όχι δεν
ήταν.
Καθώς τις άλλες τις βραδυές που την
αφουγκραζόμουν. Γιατ' είχε ανθρώπινη
φωνή που έλεε γιομάτη πόνο :
"Στη χώρα αυτήν που γένηκε φυλών
καταποτήρας.
Και ξέρασε απ' τα σπλάχνα της μια
πανσπερμία ανθρώπων.
Που σαν σκουλήκια της βροχής
σαλεύουν κι αργοζούνε.
Μέσα στη λάσπη, ανέμελα, χωρίς σκοπό
και πίστη.
Χωρίς συνείδηση, χωρίς ιδανικά και
μόχτο.
Χωρίς ψυχή, χωρίς καρδιά,
με ψέμα και με δόλο,
και με μια ελπίδα ανώφελη, θρεμμένη από
το βούρκο.
Στη χώρα αυτήν που κάποτες του
Κόσμου ήταν Κορώνα.
Κι εγώ ήμουν η θεογέννητη αφέντρα της
κι ασπίδα.
Στη χώρα τη λαμπρόθωρη που δεν της
απομείναν,
άλλο από ερείπια αρχαίων καιρών και
σύγκαιρες ασκήμιες,
ήρθα βρυκόλακας στερνός,στερνά να
τη θρηνήσω,
για κείνο που ήταν κάποτες, για τούτο
που είναι τώρα ... "
Κι ευθύς που απόσωσεν αυτά τα λόγια η
κουκουβάγια,
αγροίκησα από μέσα της πως η Αθηνά
θρηνούσε.
'Οχι μονάχα για παλιές μα και για
φρέσκες δόξες,
που χάραξαν το δρόμο μας κάτω απ' το
θείο της το δόρυ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου