ίσκιος που αργόσβηνε
σ΄ένα κάδρο που σκάλωσε
τη μορφή σου κι ένα κερί
με την φλόγα του
να καίει το περίγραμμα
της ανάσας μου
κι ο αέρας να θροΐζει
όνειρα όνειρα άπειρα.
νυχτώνουν οι σιωπές,
ένα τίποτα στην ανταύγεια του
είμαι,
γιατί αγνοώ το αιώνιο
και φοβάμαι,
φοβάμαι τις νύχτες
τα διψασμένα δάχτυλα
φοβάμαι,
τα άδεια μάτια
την κραυγή που έπνιξα.
αυτό που θα ΄θελες να είσαι,
ένα τίποτα, όταν μιλούν
τα μάτια το μισό φιλί
μένει στα χείλη γεμάτο πόνο
γεμάτο λύπη,
ποιος είσαι εσύ
που μέσα μου θεριεύεις
κι ανασκαλεύεις
θύμησες, εμείς μάθαμε
να κοιταζόμαστε
σ΄αδειανούς καθρέφτες
δίχως να έχουμε
τίποτα να πούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου