τον ερχομό της χαραυγής μείναν να καρτερούν,
ψηλά για να πετάξουνε που τόσο λαχταρούν˙
για κείνα είν’ τα μάτια μου κάποιες φορές θλιμμένα,
γιατ’ όσο κείνη η αυγή στην προσμονή λιμνάζει,
ο κόσμος που τους τάξαμε μ’ όνειρο θα φαντάζει.
που προσπαθούν την πρώτη τους να χτίσουνε φωλιά
και της ανάγκης η σιωπή τους κλέβει τη λαλιά,
ψάχνοντας για ελεύθερα που απομείναν κλώνια˙
σε κείνα λεύθερο κλαδί ας βρούμε για να χτίσουν,
πρωτόγεννες γλυκές λαλιές γύρω μας ν’ αντηχήσουν.
μες στης ζωής το πέλαγος μ’ ένα σκαρί φτωχό
και της φωνής τους μοναχά ακούνε την ηχώ,
καθώς απομακρύνονται απ’ της χαράς το σήμα˙
για κείνα κει τα κύματα μεμιάς ας ημερέψουν
και τις πυξίδες οι χαρές επάνω τους ας στρέψουν.
στην άλλη όχθη της ζωής, π’ ανθίζει, να βρεθούν
και σ’ ανθισμένες κορυφές να αναρριχηθούν,
κει που τα μάτια της ζωής από ψηλά κοιτούνε˙
σ’ εκείνα τα περάσματα κρυφά ας πάψουν να ‘ναι,
φτιαγμένα είν’ απ’ τη ζωή όλοι να τα περνάνε.
κι η προσμονή τους γίνεται γόνος της λησμονιάς,
κείνα τα στάχια που ‘μειναν εκτός της θημωνιάς,
ακολουθώντας άγνωστα της μοίρας χελιδόνια˙
για κείνα απ’ το δένδρο μας ευχές αργοκυλάνε
και ζωγραφίζουν στον κορμό εικόνες να γυρνάνε.
στ’ αύριο τούτης της γης που πάει σ’ ανηφοριά,
στην ακριβή της ρίζας μας άδοτη λευτεριά,
που με θυσίες κτίσαμε και πέτρα ματωμένη.
Κι όσο η ζωή θα αφαιρεί απ’ τ’ αύριο ελπίδες
θ’ αθροίζει φόβους να γενούν παιδιά με δυο πατρίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου