Ένα μικρό δωμάτιο μέσα στους κέδρους της βροντής για
να έρθω
Φορώντας μόνο τις αιχμηρές αρετές μου μια νύχτα
Που θα γαβγίζουν τα σκυλιά κι ίσως βρέχει
Κι όλο λες «θα έρθει» και δεν έρχομαι και περιμένεις
Κρατώντας τη μορφή μου ζωντανή επάνω στα πράγματα
Μέχρι που κι εκείνα κουράζονται από την τόση αναμονή
και σ’ αφήνουν
Χτυπώντας με βρόντο την πόρτα ξοπίσω τους –ποτέ πια!
Σε ανυπέρβλητες ενοχές, στα μαυρισμένα δάχτυλα των
εφημερίδων που για χάρη μου ξεφυλλίζεις
Τώρα λες να ξεπλύνεις τα χέρια σου, επιτέλους να με ξεχάσεις
Όμως αναβάλλεις
Κι όλο λέω «θα έρθω» και δεν έρχομαι –εσύ περιμένεις
Μερόνυχτα καθισμένη μπροστά στο παράθυρο μ’ αγωνία
προσεύχεσαι
Για εκείνα που δεν με λυπούνται και βάναυσα με μαστιγώνουν
το βράδυ και γράφεις
«Δεν σε θυμάται κανείς εδώ κάτω»
Πως δεν αντέχεις πια, πως σε πήραν τα χρόνια
Και στάζει απέραντο και πυκνότατο δάσος η μοναξιά
Νύχτα και μοναξιά, τιμωρία μου
Και δεν υπάρχει καιρός να σου εξηγώ, μήτε καιρός
Ν’ απαντάω σε γράμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου