γίνονται λεωφόροι ξανοίγοντας ταξίδια
στο πέλαγος της εφηβείας,
με την πυξίδα των δεκαπέντε μου χρόνων
να μπερδεύει τα σημεία του ορίζοντα
και να προσφέρει τη χαρά να μη φτάνω ποτέ.
με τα παράθυρα των σπιτιών τους ανοιχτά,
με τα κορίτσια τους να κρύβονται δειλά
πίσω από τις αυλόπορτες
χωρίς να χάνονται ποτέ.
οδηγώντας μαυροφόρες γριές, που πέθαναν εδώ και χρόνια
χωρίς νά 'χουν λείψει στιγμή.
Τα παραμύθια τους γλυκαίνουν τη μνήμη,
χωρίς να σκεπάζουν το δράμα της ζωής τους.
αντηχώντας βήματα άδεια, φιγούρες κενές,
που πέρασαν κι έμειναν ανδριάντες λευκοί
να φωτίζουν τα σκοτάδια της μνήμης.
χωρίς η άσφαλτος του καιρού να τα έχει σκεπάσει.
μα εκείνος δε μπορούσε ν' ακούει.
Αφήνοντας τους άλλους
προχώρησε μπροστά,
για να βρεθεί σιγά - σιγά στο δάσος.
Στη ρίζα που κάθισε
μπόρεσε πια ν' ακούσει καθαρά.
Τί δυνατά του μίλησαν
οι ψίθυροι στ' αφτιά του!
σε βλέμματα κενά,
σε λόγια ψεύτικα
χάνομαι,
ελπίζοντας κάθε φορά
στη νύχτα που έρχεται.
Μα έχουν κι οι νύχτες
το δικό τους βραχνά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου