μελλοθάνατους
κι ανάμεσά τους να προσθέσεις και αυτόν τον καπνό θυσίας που αναθρώσκει
μπροστά μου
είναι απ’ τους στίχους που δεν έγραψα και ναυάγησαν πρόωρα μες στον
καφέ μου
είναι απ’ τους στίχους που δεν θέλησες ούτε σήμερα να διαβάσεις μαζί μου,
Μαρία.
...
μονοκατοικία με τον κήπο γεμάτο σκουπίδια, κάθεται μονίμως σε μια
κόκκινη πολυθρόνα κάτω απ’ τον ίσκιο μιας μουριάς, «μητέρα, είναι ώρα
για το απογευματινό τσάι» φωνάζει πού και πού γελώντας,
κόσμος περνάει απ’ έξω παρέες παρέες ανυποψίαστος, ο Παβέζε με
τον Μοράβια, ο Χουάν Ρούλφο με τον Κορτάσαρ και τα παιδιά που
κλωτσάνε μια μπάλα, ο επαναλαμβανόμενος παφλασμός μιας
πραγματικότητας που βουλιάζει στη λογοτεχνία ή στο μυστήριο.
Και χθες στον ύπνο μου μιλούσα μ’ ένα δέντρο
Και χθες στον ύπνο μου έπλενα δυο λασπωμένα περιστέρια
Τα μάτια μου απειλώντας πάλι να ραμφίσουν.
...
Οι μόνες αποφάσεις της κυβέρνησης είναι για όπλα.
Κι εσύ έρχεσαι το λάθος Σάββατο να με βρεις
κρατώντας ρούβλια για να πληρώσεις τα ποτά μας
κι απαγγέλλοντας στίχους του Μαγιακόφσκι.
δεν είναι γιορτή στη μεγάλη πλατεία. Είναι
οι τράπεζες που μας πνίγουν κι ένα σώμα-οδόφραγμα.
Είναι το μουχλιασμένο ψωμί της Αχμάτοβα.
Είναι κείνο το λευκό ελάφι που δακρύζει
πάνω στο κρεβάτι μου.
το ’δες γραμμένο στης Ομόνοιας έναν τοίχο
περαστική γυναίκα σου άναψε το στίχο
και βλέποντας μες στην παλάμη ζάρια σου ’πε «ρίχτ’ τα».
είπε διαβάζοντας τη μοίρα σου στο χέρι
μα εσύ ’σαι μόνο ένας πίθηκος που ξέρει
να γράφει· να προκαλεί με μιαν αδέξια ρίμα
Πολλά υποσχόμενη η νύχτα σου ακόμη· γι’ αυτό, ας μείνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου