Η πόλη και αν επάρθηκε κι εκκλησιά δακρύζει,
κόπηκε μόνο ένα κλαρί από εκείνα που καρπίζει.
Της μήτρας πανωσέντονο εσκέπασε τη ρίζα
και τη ποτίζει ο αετός κάτω από πλάκα γκρίζα.
Που τρέφεται απ τον άνεμο που φέρνει καταιγίδα
και προσδοκά την άνοιξη ν αλλάξει την πατρίδα.
Κι όσοι βαθιά κοιμήθηκαν , ψυχές αναστηλώνουν,
προσμένουνε τα σήματρα ,που οι λειτουργιές ζυγώνουν.
Το μάρμαρο που πάτησαν τρανοί καβαλαραίοι
αργοκαρπίζει μια φωτιά ,φωτιά που σιγοκαίει,
που τη δαυλίζουν λάφυρα, ακόνια και χλαμύδες,
σταυραετοί που πέταξαν πάνω από πυραμίδες.
Που ξανασμίγουν τα κλαδιά δεμάτι να τα κάνουν,
για να τα πλέξουν με γροθιά το τρόμο να υφάνουν.
Και από τον τρούλο της ψηλά που η Παναγιά κοιτάει,
της ρίζας άνθος φαίνεται ασπίδα που κρατάει,
πούχει σταυρό στα πέταλα σημάδια για να αφήνει,
και ένα σπαθί βυζαντινό , το χέρι της που δίνει.
Για να ματώνει όνειρα, να φέρνει καταιγίδες
στα σωθικά των ερπετών που τρέφουνε ελπίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου