Η θύμιση κρατά δεσμούς και ρίζες.
Γυρίζει πίσω, αίφνης!
Σ’ αρπάζει απ’ το χέρι
και σε τραβολογάει....
Έλα, ο δρόμος κατηφορίζει,
αναπηδάς ξανά και ξανά στα μικρά λοφάκια του δρόμου,
αυτά που κάνουν το στομάχι να χοροπηδά
σαν την πρώτη στιγμή του έρωτα,
σαν να’ ν η τελευταία πνοή,
σαν την κραυγή
στο γύρο του θανάτου.....
Ο κάμπος απλώνεται
σε μάτια παιδικά ατέρμονας
Αφάνεια, Άσσια, Βατυλή και Λύση....
το ξωπόρτι ανοιχτό
η γιαγιά μου η Γιωρκού εκεί
αγκάλη ανοιχτή
αυλή ανοιχτή
ποδιά ανοιχτή ....
Βγάζω τα παππούτσια
κι ορμώ ξυπόλητη
στην καμένη άσφαλτο
δρόμος ίσιος
μετά θα έρθει κι ο παγωτάρης
θα φάμε παγωτό – τριαντάφυλλο!
........................
Ξέρω, ξέρω
κάποιοι μοίρασαν τον κόσμο
κι ήρθαν κι άλλοι μετά
και ρίξανε τους πλίνθους,
ρημάξανε την αυλή.
Χάθηκε κι η μορφή σου,
μέσα στις άγριες μολόχες.
........................
Ήρθαν μετά κι άλλοι που σε φώναξαν Akdogan!
Προσφάτως έμαθα ότι το νέο σου όνομα
είναι ένα είδος ιέρακα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου