Παίρνω μόνο,
τὸν σάκκο μὲ τὴ συνείδησή μου.
Ἀνεβαίνουμε μιὰν ἀπότομη σκάλα
Φθάνουμε σ’ ἕνα στενὸ δωμάτιο
Κάθεται πάνω μου γλιστρῶντας μέσα της τὸ πέος μου
Δίπλα μου ἕνα βρέφος ἀρχίζει νὰ κλαίει
Τὸ παίρνει καὶ τὸ θηλάζει,
χωρὶς νὰ διακόψῃ τὴ συνουσία.
«Ὁ κόσμος καταρρέει» ψιθυρίζω
«Κόσμος εἶναι ἡ συνείδησή σου,»
λέει κι ἀδειάζει τὸν σάκκο μου ἀπ’ τὸ παράθυρο
Φόβοι, ἐπιθυμίες, ἀναμνήσεις μιᾶς ζωῆς,
σκορποῡν στὸν ἄνεμο.
χωρὶς κεφάλι,
τρέχω στοὺς δρόμους χειρονομῶντας παράφορα
Μιὰ βουερὴ γαλάζια φλόγα,
ἐξέρχεται μ’ ὁρμὴ ἀπὸ τὸ στόμιο τοῦ λαιμοῦ μου
Τὸ κούφιο σῶμα μου εἶναι καμίνι διάπυρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου