παρά το χθεσινοβραδινό φεγγαροξέσπασμα
παρά τις κωμικές φυσιογνωμίες στο διάβα μου
ξέμεινα με την άβολη
κι απύθμενη τη μοναξιά
μ’ όλα της τα στερητικά τα ‘α’.
το βλέμμα μου αναγνώρισε σαν τον κοιτούσα
καθώς μ’ έπαιρνε
όλο και πιο μακριά
όλο και πιο υπομονητικά
όλο και πιο ήσυχα κι αργά.
μα δεν με βλέπουν.
Με μια ματιά ο κάθε στρατοκόπος,
τόσο μου αναλογεί.
Μια άδεια στιγμιαία ματιά
μέχρι σκιαγμένοι ν’ αντιληφθούν πώς δεν
καθόλου με γνωρίζουν
δεν θέλουν να με γνωρίσουν
δεν έχουν κανένα όφελος να με γνωρίσουν.
και πάλι δε με βλέπουν.
Κοιτάζουν μ’ εκείνο το ανώριμο το βλέμμα τους
για ένα δευτερόλεπτο, μετά
σκύβουν και προχωρούν.
Σε λίγο με ξανακοιτάζουν,
άλλο μισό δευτερόλεπτο
σκύβουν και με ξεχνούν.
τι να τον κάνω τόσο χώρο
που με περιβάλλει;
Τι να τον κάνω τόσο πλούτο διοξειδίου;
κι έχουν στα πόδια τους φτερά
κοιτώ τη σκέψη μου
μια ανάσα πιο πολύ και φεύγω.
προς μια άλλη κατεύθυνση
επίμονα θωρώντας το πλακόστρωτο
με τις σεμνές γραμμές του.
Ηχούν τα λόγια του παιδικού μου φίλου Κώστα
για το πλακόστρωτο:
“Μην πατάς ποτέ φίλε μου τις γραμμές του…”.
το εύφορο χώμα υπομονετικά ησυχάζει.
Σιγή ιχθύος
καθώς με βλέπει τον ίδιο
όπως και κάθε μου συνάνθρωπο
που το πατάει.
Μια χούφτα σκόνη
μετατέθηκε για λίγο
με το πέρασμά μου,
κανείς δεν ξέρει ποιος βρίσκεται εκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου