τόσοι πολλοί άνθρωποι στοιβαγμένοι
σε μια απόκρημνη παραλία τι να κοιτούνε άραγε;
Ημίγυμνοι μέσα από τα νερά της Αττικής θάλασσας
σαν ιεροτελεστία θανάτου, δάδες των Καβειρίων
πότε βάνοντας πότε βγάζοντας το κεφάλι από το νερό
τι να κοιτούνε άραγε;
Το αλάτι που κόχλαζε από το λυσσαλέο της φωτιάς
και την ανημποριά των ανθρώπων,
τη πολιτεία που δεν πρόκαμε;
Κι ούτε ένα δελφίνι!
Ήταν η θάλασσα πιο πάνω από τα βράχια…
Και σου μιλώ: μας φοβάσαι και θέλεις να μας κάψεις;
δεν μπόρεσε να κρύψει τίποτα.
Δεν είχε και τίποτα να κρύψει καθώς έτρεχε μες στη πυρά του Ηφαίστου,
πίσω από παράφορα ρήματα, πυριγενείς λέξεις και φλογερούς φθόγγους,
πίσω από παρατεταμένες κραυγές και ουρλιαχτά που έσβηναν,
πίσω από τα πυρόξανθες άλλοτε πανέμορφες
-στου Αι Γιάννη ίσως και της Αγίας Βαρβάρας- φλόγες
μα τώρα – τώρα δεν έφταναν οι τοίχοι, δεν όριζαν οι δρόμοι,
τρόμαζαν οι θιασώτες, δεν υπήρχαν λαγούμια και κρυψώνες.
Μόνο σφυρί και αμόνι
Κι ανάμεσα η απόγνωση και τα δάκρυα.
Πώς να κρυφτούν, κυλούν επί των γκρεμνών του προσώπου.
Δεν σώθηκαν ακόμα τρέχουν.
Κι αν σώθηκαν τα χρέωσες με τόκους και επιτόπια Πατρίδα!
Μεγαλώνουμε, καιρός να γίνουμε αποκαΐδια.
Παρέσερνε στο χορευτικό της μένος,
χλιμιντρισμένα άλογα φοβισμένα,
φυλακισμένα περιστέρια άφτερα,
πεύκα και κυπαρίσσια χωρίς άκρα,
πυργοδεσπότες κρατώντας τις τσακισμένες ελπίδες,
μικρές πριγκίπισσες να κοιτάνε θλιμμένες κούκλες
παλικάρια να κλαίνε αγκαλιασμένα
και ένας νους να πλανιέται ανάμεσα στις καιόμενες πευκοβελόνες
ακόμα και στο μέλλον,
όπου θα καταλαγιάζουν αριθμημένες στα κιτάπια όμοιοι πίνακες.
Και θα έρθουν όμοιες εικόνες, με προταγμένα τα στήθη κι αντίχειρες
εσένα πάλι θα δείχνουν.
Εσένα που κατοικείς μέσα στη φωτιά, κι είν η πατρίδα σου μια φωτιά.
Η δύναμη μας, της γης που αγαπάμε
Αυτή μας σκότωσε και μεις αναμένουμε ανάσταση
Θα αναμένουμε Ανάσταση
Θολώνουμε το νερό, φτύνουμε στη φωτιά, φυσάμε στον άνεμο.
Θα αργήσει πολύ να έρθει ξανά σε μας, μα θα έρθει.
Με το νερό, τη φωτιά, τον άνεμο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου