Οἱ λέξεις λαχανιάζουν
Στεγάζουν τὰ ἀδιέξοδα
Ἀπὸ τὴ δυναστεία τῆς ὕλης
Στὸ ὠμὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Ματώνω πάλι
Σὰ νἆναι ἀγαπημένος
Νεκρὸς μου
Γεμᾶτος κουμπαρᾶς
Χῶρο δὲν ἔχει
Βούλιαξε
(Ἔστω καὶ νεκρὲ)
Ἡ σκηνοθεσία ἐπενδυμένο δηλητήριο
Γύρω μου σταλάζει ἀδιάκοπα
Στὸν πειρασμὸ νὰ παραιτηθεῖ
Ποὺ διανθίζουν ἐπιδέξια διαλόγους
Νὰ ξηραθοῦν στὰ χείλια
Κάθε στιγμὴ ὑποπτεύομαι
Τὴν ὕπαρξη
Τὸ πολύπλοκο καὶ τὴν ποικιλία
Τῶν ἀντιφάσεων
Παντοῦ
Πρόσωπα γυμνὰ ἀπὸ κάθε σάλεμα
Καὶ
Μυστικὰ ρίγη
Τὸν ἀναγκαστικὸ δρόμο
Γιὰ στάλες παρηγοριᾶς
Σ' αὐτὸ τὸ ταραγμένο καὶ σαλεμένο ὑλικὸ
Διαβλέπω
Τὸ τίποτα
Ἀπὸ τὴ μονότονη φτώχεια
Τῶν βλεμμάτων του
Συμβαίνουν γύρω μου
Οὐρλιάζω ἀσταμάτητα
Γιὰ τὰ χαμένα μου ὅλα
Θεέ μου
Στὴ μνήμη μέ ἀληθοφανῆ τρόπο
Τοῦ πόνου καὶ τῆς πάλης μου
Στὴ παρουσίαση τῶν ἀδικιῶν
Τοῦ κόσμου Σου
Κινοῦμαι στὸ ἐκτυφλωτικὸ Σου
Χωρὶς ἐνθαρρύνσεις χωρὶς ἐμπιστοσύνη
Τώρα πλέον χωρὶς φυγὴ ἔστω φανταστικὴ
Στὸ μπουκάλι μου ξαναβυθίζομαι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου