τίγκα σκέτο κονσερβοκούτι απόγευμα Παρασκευής
Οι όρθιοι κολλημένοι ο ένας παν’ στον άλλον
σα σε λεκάνη με εντόσθια ψαριών
λίγο πριν πεταχτούν σ’ άστεγους γάτους
ωστόσο δυο θέσεις ήταν κενές
Χρήστης κοιμόταν στα γόνατα σκυμμένος στη μια
γέρνοντας πότε απ’ τη μια πλευρά και πότε από την άλλη
λες και διέγραφε της ζωής του επικίνδυνες στροφές
και στην πλαϊνή την πλαστική πραμάτεια του είχε ακουμπισμένη
Στην απέναντι σειρά καθόταν μοναχός
άνδρας μελαμψός και ατημέλητος
Στην άδεια θέση πλάι του απ’ ανάγκη κάθισα διστακτικά
κι όταν το ρούχο του μ’ ακούμπησε
τραβήχτηκα ενοχλημένη επιδεικτικά
Μα πως, μπορεί και να ‘ταν άστεγος λερός
ανήσυχη οσφρίστηκα διερευνητικά
και μ’ απορία διαπίστωσα πως ήταν καθαρός
Προς τη μεριά του κοίταξα δειλά
στο κινητό σκυμμένος σέρφαρε στο ιντερνέτ
Αλίμονο τη βάψαμε σκέφτηκα πανικόβλητη
μπορεί και να ‘ναι τρομοκράτης επικίνδυνος
τζιχαντιστής που παίρνει εντολές και ποιος μας σώνει
Ακίνητη έμεινα φοβόμουν ακόμα και ν’ ανασάνω
Κι όταν κάποια στιγμή σηκώθηκε
κι έντρομη εγώ προσπάθησα
να βγάλω φωνή να φωνάξω βοήθεια
«Συγνώμη να περάσω» είπε ευγενικά
σχεδόν σε άπταιστα ελληνικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου