Διαβάζοντας τους Κύπριους Ποιητές, έκανα και μια στάση στη ποίηση του Γιώργου Χριστοδουλίδη. Τελικά η στάση εξελίχθηκε σε μόνιμη εγκατάσταση! Η ποίηση του Γιώργου Χριστοδουλίδη είναι από τις ποιήσεις εκείνες που έχει τη δύναμη να σε κάνουν να σκεφτείς και να προβληματιστείς. Τα ποιήματά του ντύνονται με μια λιτή ομορφιά και αγάπη. Στο λόγο του διακρίνεται ο ποιητικός σεβασμός. Σίγουρα η ποίησή του, έχει τη δύναμη να μιλήσει στη ψυχή του καθενός μας.
Η Ποητική Συλλογή "Πληγείσες περιοχές " ΓΥΜΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ αποτελείται από πέντε (5) θεματικές ενότητες και 61 ποιήματα όπως παρακάτω:
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Ο κρότος των λέξεών τους
Κάταγμα
Δουλειές του ποδαριού
Τραγουδάκι
Σπασμένα ποδήλατα
Ιστορίες που τις καταλαβαίνεις πολύ αργότερα
Ασκήσεις γυμναστικής
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
Ένας Ανδρέας
Η φοινικιά
Το σελίνι
Πραγματικοί κερατάδες
Ένας γάτος με συντροφεύει τα βράδια
Ραδιενέργεια
Πίνακας στο μέσον του Αιγαίου
Αυτή δεν είναι η φωνή μου
ΘΑΝΑΤΕΡΑ
Ιαπωνικό παραμύθι
Η εξαφάνιση των αμυδρών προσώπων
Ο γέρο-βασιλιάς
Αιωνόβιοι
Ο γέρο Γιωρκής
Το συρτάρι
Φτηνά τη γλύτωσε ο Σωτήρης
Χριστούγεννα 2015
Οι επιζώντες
ΕΡΩΤΙΚΑ (ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ)
Οι μέρες μας
Η ηλεκτροδότηση της λήθης
Σπινθηρογράφημα
Η ανεμόσκαλα
Οι γυναίκες φεύγουν οριστικά μια μέρα
Αγάπη μπορεί να συμβαίνει και μετά από πολλά χρόνια
ΕΡΩΤΙΚΑ (ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ)
Μπλε ιστορίες
Συγκομιδή
Όχι πραγματικά σκοτωμένος
Το καφέ βιβλίο του Ζοζέ Σαραμάγκου
Πηγές έμπνευσης
***
ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
μας κυνηγούσε ένας ξαναμμένος αστυνομικός
με σορτσάκι
και ο περιβολάρης.
Ο πρώτος σκυλόβριζε που παίζαμε μπάλα
και του χαλούσαμε τον ύπνο
έπαιρνε μια ξύλινη βέργα και κατέβαινε
να μας σπάσει στο ξύλο.
Ο δεύτερος ουρλιάζοντας ακατανόητα
ένα αγρίμι
νόμιζε ότι θα μας τσακώσει
την ώρα που του κόβαμε τα μέσπιλα απ’ τα δέντρα.
Όμως εμείς ήμασταν πιο ξαναμμένοι από αυτούς.
Και πιο σβέλτοι.
Μου πήρε πάντως χρόνια
να υποψιαστώ
ότι ίσως πιο πολύ από μας
μισούσανε το γέλιο μας
κι ότι
η εξουσία και η ιδιοκτησία
δεν αγαπάνε τα παιδιά.
χθες με είδε στην υπεραγορά την ώρα που διάλεγα
ντομάτες.
Με ρώτησε πάλι πώς πάει η μεγάλη μου κόρη
– Είναι γιος, και τώρα σπουδάζει, Ανδρέα.
– Α, ναι.
Παύση.
– Είναι καλά;
– Καλά.
Κάθε φορά η ίδια κουβέντα
πάνω από φθαρτά που σάπισαν
στην πόρτα του κουρείου ονομάτων
στο συνεργείο αλλαγής ποδιών
στις ουρές των στεγνών ανέργων
στους πεζοδρόμους των ζαρωμένων
στα χαρακώματα της πόλης
– Σκύψε Ανδρέα, όχι, όχι υπόκλιση
απλώς σκύψε.
Είναι παράξενο πώς ένας άνθρωπος
μπορεί να θυμάται λάθος πάντοτε το ίδιο πράγμα.
Πρόσεξα κι ένα τρέμουλο στα χέρια του
που επιδέξια έκρυβε κρατώντας σφικτά το καροτσάκι.
Κάνω ό,τι μπορώ να τον αποφύγω
όμως η επιμονή του να κοινοποιήσει την αμηχανία του
είναι ανίκητη.
τρέχαμε να το προλάβουμε
στον κατήφορο.
Όταν πλήρωσα τον επόμενο εκδότη
και κυκλοφόρησα το έκτο μου βιβλίο
του το ταχυδρόμησα σε άγνωστη διεύθυνση
βέβαιος ότι με κάποιο τρόπο θα το παραλάμβανε.
Βρεθήκαμε πάλι μετά από χρόνια
στις δημόσιες τουαλέτες
για ένα κατούρημα επί πληρωμή.
«Πώς πάει η κόρη σου;
Σπουδαίο το ποίημα σου για εκείνον τον τύπο.
Απίθανος εκείνος ο τύπος,
ποιος είναι;»
Τα οστά του φυλαγμένα σ’ ένα συρτάρι του ανθρωπολογικού
περιμένουν ταυτοποίηση.
Ένας άνθρωπος που ήθελε να κάνει πολλά
αλλά δεν του βγήκε, κακορίζικος.
Σαράντα χρόνια αγνοούμενος
πέντε χρόνια μάλλον νεκρός.
Τέσσερα χρόνια φυλαγμένος.
Φυλαγμένος προσεκτικά σ’ ένα συρτάρι παρόμοιο
μ’ εκείνο όπου κάποτε παιδί
είχε κρύψει ένα γλειφειτζούρι
για να το γλύψει αργότερα.
έφερε δονήσεις
που προκάλεσαν διακοπές
στην ηλεκτροδότηση της λήθης
της λήθης του έρωτα
και αρρυθμίες στην καθημερινή διεκπεραίωση
πολυκαιρισμένων συνηθειών
ενώ οι λάμψεις
που προείκαζε σε προπορευόμενους ορίζοντες
στην αντανάκλαση μελλοντικών αιώνων
πολιορκούσαν απροσδόκητα
το εικονικό φρούριο του.
Εκείνες τις μέρες λοιπόν
που ήξερε ότι δεν θα είναι πολλές
όπως ένα πιάτο τριαντάφυλλα
που ρευστοποιούνται σε συναισθήματα
απέφευγε να πλησιάζει
τα ψηλά παράθυρα των πάνω ορόφων
τους φωταγωγούς που μέσα τους
η παιδική περιέργειά μας
σκοτώθηκε πολλές φορές
τις ταράτσες του ουρανοξύστη αδύνατου
με την ουρανομήκη σιωπή των ευρισκόμενων
σε απρόσιτες κορυφές
όλα εκείνα τα αρχιτεκτονικά κολαστήρια των πόλεων
που τα επινόησαν
όσοι λίγο αγάπησαν ή αγαπήθηκαν
και που χωρίς να καταλάβεις
έχεις ήδη ενσωματωθεί
στην κυριαρχία του βάθους τους
όταν με πετρόχτιστη αδιαφορία
συχνά ενθαρρύνουν
μια διαδοχική σειρά
σχεδόν πραγματικών σου πτώσεων.
που αν δεν την πω δεν θα ησυχάσω.
Κάποιος με παρακολουθεί την ώρα που γράφω.
Ένας αγροίκος
τον ακούω να κόβει τα νύχια του
να ξύνεται να χασμουριέται
μετά να σηκώνεται να σπάει αβγά
να κάνει ομελέτα
ύστερα να ανάβει την τηλεόραση
να ρουφά την ημερήσια φρικαλεότητα
μετά να παθιάζεται μ’ ένα ντέρμπι
να στυλώνει το τεράστιο πούρο του
να στέλλει δαχτυλίδια καπνού
στο γκρίζο ταβάνι του
που καταρρέει αδιάκοπα.
Δεν με ενδιαφέρει καθόλου η ποίηση
μου λέει, σκίζοντας όλα τα πρωτόκολλα
κατ’ ακρίβειαν την έχω εντελώς γραμμένη
και χασκογελά.
Νομίζει ότι έτσι θα με τσαντίσει
ή θα με κάνει να ασχοληθώ
με κάτι πιο προσοδοφόρο.
Ας πιούμε ένα ποτήρι κρασί, του απαντώ
κερασμένο από μένα
πάλι μου έδωσες
το καλύτερο ποίημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου