στα εγκάρδια χώματα μου,
θαρρείς φευγάτες της αυγής
την ροδαλήν υδρία,
μ΄ όλο που ξέκλεψαν το φως,
το ευώδες του πηλού σου,
μικρές, πολύλογες νεροσυρμές,
το φύτρο σου να θρέψουν,
υγροφιλώντας το ουρανούς
με το γλαυκό τους χνώτο.
Και να !! ακούω την που μιλά,
η απέθαντη η λέξη,
κόρη λευκή κι αμόλυντη
σε μίσχο αμαρυλλίδας ,
στιλπνή κι αλαφροίσκιωτη,
σαν ξωτικό της λίμνης,
τον ήλιο πασπαλίζοντας
στο μπλε μου παραθύρι,
άγγελμα πως ξημέρωσε
κι έχω μπροστά μου δρόμο,
όμοιο μ΄αυτόν που οδηγεί
σ΄ενός αγρού το Έαρ.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου