Λίγο πιο μεγάλο από κουτί παπουτσιών. Λίγο πιο άχαρο από κουτί με πούρα. Δεν ξέρω ποιος, δεν ξέρω ποιον, μα κάποιον σφάζουν. Και ήχος δεν ακούγεται (εκτός από τις φορές που ακούγεται). Το τοποθετώ στη βιβλιοθήκη, στο τραπέζι όταν θέλω να περνώ τις ώρες μου κοιτάζοντάς το, μακριά από τα παράθυρα να μην το κιτρινίσει ο ήλιος, κάτω από το κρεβάτι μου όταν θέλω να νιώσω άτακτος. Μέσα του κάποιον σφάζουν, ακόμη και όταν στο σπίτι μας έχουμε γιορτή, ακόμα και την Κυριακή, ακόμα και όταν βρέχει.
Όταν βρήκα το κουτί –δε θα πω πώς, δε θα πω πού–, το έφερα με ικανοποίηση σπίτι. Την ώρα εκείνη νόμιζα πως θα άκουγα τον ήχο της θάλασσας. Όμως, εκεί μέσα γίνονται σφαγές.
Άρχισε να με αρρωσταίνει η φασαρία, η γνώση των συμβάντων, τα γεγονότα μέσα στο κουτί. Η παρουσία του άρχισε να με αρρωσταίνει. Έπρεπε να δράσω, να απελευθερωθώ, να ηρεμήσω, να κάνω ένα μπάνιο. Αποφάσεις έπρεπε να παρθούν.
Έτσι, το ταχυδρόμησα σε έναν φίλο˙ έναν φίλο που έχω μόνο για να του κάνω δώρα. Τύλιξα το κουτί με αθώο πολύχρωμο χαρτόνι, έδεσα το χαρτόνι με αθώα πολύχρωμη κορδέλα. Μέσα στο κουτί με τα γράμματα υπάρχει ένα κουτί και μέσα στο κουτί αυτό κάποιον σφάζουν. Στο γραμματοκιβώτιο περιμένει να φτάσει στα χέρια ενός φίλου. Μια φιλία που συντηρώ απλώς για να κάνω δώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου