γιατί τον κόσμο κοίταγα με μάτι αετομάχου
νόμιζα πως αν πέταγα θα έφθανα τ’ αστέρια
για το καντήλι του φτωχού του ταπεινού ξωμάχου.
ότι μικρά έκανα όνειρα, απλά σχεδιασμένα
τους φίλους μου μικρά παιδιά τριγύρω μου καλούσα
να μοιραστούμε τη χαρά με χέρια απλωμένα.
τ’ άδικο, που στις μέρες μας γίνηκε καθεστώς
ελπίδα, δύναμη, όνειρα, για κείνους να τα κλέψω
και να κρυφτώ στα ερείπια τ’ αρχαία, της Φαιστός.
στων Αστερουσίων τις πλαγιές στις όχθες του Ληθαίου
πίστευα πως αληθινά, αυτά είναι αξίας δώρα
για να δοθούν στους ταπεινούς ως τα νησιά του Αιγαίου.
Λερναία Ύδρα κι οι ήρωες απόκαμαν σωπαίνουν
μια σκέψη αντέχει του μυαλού, μόνη της τυραννιέται,
πως κάποτε και τα όνειρα, σβήνουν αργά, πεθαίνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου