Κ’ έχω ανοιχτά της κάμαρας τα τζάμια·
Κοιτώ της πολιτείας τον παιδεμό
Κι όλα τα ρείθρα που έγιναν ποτάμια.
Παράξενη μου φέρνει, που με πνίγει·
Και πλημμυράνε μύρα και λυγμοί
Το σπίτι, σαν ανθρώπων που έχουν φύγει.
Σα βλέπω τη βουβή δεντροστοιχία·
Γνώριμων ίσκιων, μέσα στη βροχή,
Σάμπως ν’ αργοπερνάει μια συνοδεία.
Κι ανατριχιάζω με τη γης τα ρίγη·
Νιώθω της πολιτείας τον παιδεμό
Σαν αγωνιά δική μου, που με πνίγει.
Τα βέλη του το χώμα να τρυπούνε,
Τα μάτια, που βασίλεψαν, θαρρώ
Απόψε τη ζωή πως νοσταλγούνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου