πέφανθι λάβοισα μα
γλακτίναν, σέ δηύτε
πόθος τ [έαυτος] αμφιπόταται.
Τάν κάλαν, ά γαρ κατάγωγις
αύτα επτόαισ' ίδοισαν
έγω δέ χαίρω
καί γάρ αύτα δή
τόδε μέμφεταί σοι Κυπρογένηα.
[τας άραμαι τούτο τω βόλλομαι
Γογγύλα κατθάνην δ' ίμερός τις έχει με
και λωτίνοις δροσόεντας όχθοις
ίδην Αχερωντος]
Φανερώσου πάλι κοντά μου
Το χιτώνα τον άσπρο σαν το γάλα όταν φοράς,
νά 'ξερες τους πόθους που σε τριγυρίζουν
όμορφη, και πώς χαίρομαι που δεν είμαι εγώ,
μα η ίδια η Αφροδίτη που σε μαλώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου