κάποια ψυχή φερμένη
απ’ του Θεού το θέλημα
προς τη ζωή ανεβαίνει.
Θεέ μου, ευλόγα τη να ιδεί
το φως και την ημέρα
και να ναι πιο γλυκιά απ’ το φως
για μια φτωχή μητέρα.
Ψυχή, που πρωτοσάλεψες
βαθιά στα σωθικά μου,
για σε σπαράζει πιο γλυκά
κι αλλόκοτα η καρδιά μου.
Από ποιον κόσμο έρχεσαι
και πού γυρεύεις να μπεις;
Πότε είσαι μαύρο σύγνεφο,
πότε σαν άστρο λάμπεις
στον ουρανό μου, και λογής
λαχτάρες δοκιμάζω,
και τρέμω καρτερώντας σε
και πάλι αναγαλλιάζω...
Πότε, καθώς σε στοχαστώ,
σα θάλασσα με δέρνεις,
και πότε στην ανάπαψη
του λιμανιού με φέρνεις.
Παρακαλώ στην ύπαρξη
να μην έρθεις μα, ω φως μου,
και πριν σε ιδουν τα μάτια μου
υπάρχεις, είσαι εμπρός μου,
και πότε λέω: μη γεννηθείς,
κλάψα η ζωή και μπόρα!
και πότε: φως μου, πώς αργείς!
Μακαρισμέν’ η ώρα
που θα ξαφνίσουν την ηχώ,
αρμονισμένα αντάμα,
της μάνας σου το σκούξιμο
και το δικό σου κλάμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου