Ανάβρασμα απολύτρωσης που τοιμαζόταν πάντοτε,
κι ωσά να μην ήτανε ο ήλιος να ξαναβγεί,
εδόθηκε το σύνθημα.
Κάποιος επήρε την αρχή.
Αυτή ήταν η μόνη επανάσταση.
Η πιο μεγάλη που έγινε ποτέ.
Όλα υπάκουσαν.
Και τα σπίτια σύμφωνα.
Και οι βιτρίνες που άρχισαν να φωτίζουνε μ’ αυθάδεια
τη νύχτα τη δική μας, που κει θα βασιλεύαμε.
Μες στο σκοτάδι της ημέρας τρέχανε
να βρούνε γλιτωμό.
Και τα μυρμήγκια ακόμα,
και τα σύννεφα.
Κι όλα τα δέντρα που σκιζόντανε για να ξεριζωθούν.
Κι εγώ μαζί τους.
Θάρρος στον αγώνα τους.
Σαν ξένος από άλλη γη.
Σα ζουρλισμένα τ’ αυτοκίνητα.
Και τα χαρτιά,
κι οι βρωμοπατημένες εφημερίδες,
κι η σκόνη,
σηκώνονταν μαζί και φώναζαν,
ψηλά,
ψηλότερ’ από κάθε τι,
κι από τις κλάψες των μωρών παιδιών που χάνονταν.
Ξεφωνημένος σαρκασμός
πως τίποτε δε θα ‘μενε στον τόπο του.
Και τα μεγάλα σπίτια δεν είχαν πια κορφές.
Κατάπινε όλα το σκοτάδι που κατέβαινε, αλλιώτικο.
Σαν την ψευτιά του ανέμου…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου