Γαλόνια ούζο σε κερνάνε
όσοι σε σκότωσαν νεκροί.
μαζεύονται ένα σωρό
ψυχές, με όραμα σαρδέλας
που θα ’ναι μόνο ορεκτικό.
κουνούν με χάρη την ουρά.
Και μέσα στου πιοτού τη ζάλη
νομίζεις βγάλανε φτερά.
με ψαροκόκκαλα αγκαλιά.
Είναι οι φίλοι που γυρνάνε
με μίας γάτας τη θωριά.
και ο Πανάγος με την πείνα,
να και το νόστιμο Μαράκι
που όλο τηγάνιζε αθερίνα!»
γλείφοντας πόδια και κοιλιά
κάνουνε την υγιεινή τους
στου φεγγαριού τη μοναξιά.
κλείνουν τα μάτια ηδονικά.
Τη ζεστασιά τους θες να κλέψεις -
από τη σόμπα πιο γλυκιά.
τις χαιρετίσεις νευρικά,
- το μάτι ίσως τρεμοπαίζει -
θα τις κοιτάς, ένοχος πια.
θα συναντάς μία, νεκρή.
Κι οι ρόδες κάθε τροχοφόρου
θα την ισιώνουν σα χαλί.
ξαπλώνει ακόμα όπου βρει.»
Έτσι θα πεις και θα περάσεις
πάλι από πάνω της κι εσύ.
στο σπίτι σου το ερημικό.
Μοιάζει η μνήμη που βρομάει
μ’ έναν πνιγμένο ποντικό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου