Τα τσάκιζε με τέχνη στις γωνίες,
αλλού στρογγύλευε να δείχνει σαν καρίνα.
Στο τέλος έγραφε με μαύρα γράμματα
στο πλάι τους ένα όνομα.
Το ίδιο πάντα.
«Γυρισμός».
Λίγο μετά, σαν τ’ άφηνε να τρέξουν στο νερό,
λυπόταν που δεν πήγαιναν μακριά,
μα κάπως γέρνοντας αφήνονταν να λιώσουν
απ’ τη διαβρωτική συνήθεια
που συναντά κάθε πλεούμενο
σαν θέλει να νικήσει απόσταση και χρόνο,
διαγράφοντας κάθε πανάρχαιο νόμο
χωρίς εφόδια και ψυχή,
δίχως θεό ή δαίμονα κανένα.
Ύστερα πάλι απ’ την αρχή
κάποιο καινούργιο χάρτινο σκαρί έριχνε στο νερό
βαφτίζοντας το νέο του εγχείρημα
πρωτόγνωρη εμπειρία.
Κι ας ήξερε πως γυρισμοί
ποτέ πια δεν προβλέπονται
μήτε σε θάλασσα
μήτε σε γη.
Από χαρτί φτιαγμένα
τα ανθρώπινα όλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου