καμένη νιότη, πάνω σε κοράκι της νύχτας.
Σαν κέρασμα ο ήλιος μού ζήτησε μια
πορτοκαλάδα, μα κανείς δεν βρήκε κάποιον
πρόχειρο εραστή σ’ αυτήν την ανάγνωση.
Ήταν καλοκαίρι κι εσύ μου είπες να σωπάσω
την ώρα που σίδερα και εραστές κρύωναν
στην πιο υψηλή θερμοκρασία των βιβλίων.
«Φοβάμαι», ξεστόμισα, σε ώρες όπου το αστικό
δίκαιο και το παγκάρι δεν είχαν δικαιοδοσία
στα γιασεμιά που πενθούσαν, αμέτοχα.
Ήταν καλοκαίρι, το μπετόν καιγόταν σ’ ένα
παραμύθι και κανείς δεν υπήρχε να προσέξει
ένα μικρό κορίτσι για να σταυρωθεί στους πόθους
της η μοίρα κι ένας μικρός, αγέννητος ακόμα θεός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου