Όποτε πιάνεται απλώνει τα γυμνά καλάμια της με τις
Πατούσες της να αναδεύονται με σιγουριά μέσα στην
Φούγκα της ανάσας της
Χαζεύω τα σφιγμένα χείλη της και τα λυτά μαλλιά της κι αυτή
Γελάει απροσδόκητα με το πινέλο να βουτάει στα χρώματα
Με τον λαιμό γερμένο προς τα μπρος τα δυο της στήθη
φουσκωμένα, τα λερωμένα χέρια της να απωθούν το άπειρο, το
κάρβουνο να σβήνει τις γραμμές μου τα μάτια της λαχτάρα δίχως
λύτρωση με τις κατάμαυρες κόρες διεσταλμένες και τα μικρά
ρουθούνια της ν’ απογυμνώνουν κάθε μου βάσανο τα δάχτυλά της
πάντα απασχολημένα με κάτι άλλο κι εγώ να θέλω απλά να γίνω η
πιο πολύχρωμη μουντζούρα της.
Στη βάση του αυχένα σου
Να το προσέχεις
Με κάθε σου βήμα
Μπήγει τα μυτερά του δόντια
Ανατριχιάζοντας
Τις ρόδινες φωνές σου
Είναι αργό αλλά
Ξέρει τον τρόπο να
Κυκλώνει τον θάνατό μου
Με τη ζωή σου
Μόνο γυμνός
Τα φίδια ζευγαρώνουν
Να φοβάσαι την ώρα του κύκλου
Πορτοκαλιού
Υγρές σταγόνες αιμάτινα στρωσίδια
Νοτιάς που φέρνει ρίγη και μνήμες
Όξινου παραδείσου τα
Βλέφαρά της έχουν βασιλέψει ο
Ύπνος της γενναίος
Σμέρνες και όστρακα γεμάτα ασπρογάλαζες ανάσες τα
Ρούχα μας διωγμένα στην άκρη της θάλασσας του
Λεμονιού
Ραχάτι χαμόγελα και μεσημέρι οι
Ώρες έλιωσαν στην
Άμμο και τα βογγητά μας χαιρέτισαν τα
Περιβόλια τις νεράιδες τα αχαμνά δαμάσκηνα αντίσκηνα από μανταρίνια ο ήλιος του βαλσάτη τα μάρμαρα έσταζαν το φως παλλόταν οι ερινύες απέκτησαν ρούχα γεμάτα σκόνη κιτρολέμονου ακόμη κι η φυγή κλείστηκε στο μοναστήρι του μεσημεριού φωνές τραγούδια ιαχές ύμνοι στη δόξα του βιολετί μονόλογου τα έγγραφα
κάηκαν ο λόγος απέμεινε μοναδικά ελλειπτικός πλανήτες μήλα αχλάδια καρπούζια πεπόνια και ρώγες σταφυλιών φανέρωναν τη χρυσαφιά μας στάχτη τα δώρα κρέμονταν απ’ τον φεγγίτη οι ουρανοί πλήθαιναν και κυρίευαν τα όνειρά μας κόκκινα συμβόλαια ζωής από μέλι γλυκό καρύδι και παγωτό σορμπέ η
Προίκα του παιδικού μου μπαούλου τα
Λίγα εναπομείναντα περιοδικά με τις φωτογραφίες των
Κυκλάδων τα άσπρα δόντια σου η
Ζάχαρη της βόλτας στον προφήτη Ηλία
Αχ
Πορτοκάλι που χύνεται
Σταγόνα τη σταγόνα στα
Ανοιχτά λαγόνια σου στις
Χνουδωτές σου κρήνες
Λεμόνι το
Προαύλιο του λιμασμένου Κρόνου
Βοριάς
Απέχω από υπερβολές
Εκτός
Τις σκοτεινές σου κόρες π’ ακόμη τις…
Δεν έχει σημασία
Ποτέ δεν είχε
Εκτός
Τα μακριά σου πόδια μα…
Κουράστηκα να γράφω
Μάταιο να μιλάω τι κι αν η
Λέξη πίνει το αίμα μου στάλα τη στάλα
Εκτός
Όταν χαμογελάς η νύχτα
Διαλύεται κι η μέρα απορφανίζεται μα
Όσο κι αν προσπαθώ να
Βρω τη μια σου άκρη μ’ αφήνει
Ξέπνοο η μέση σου
Εκτός
Θυμάμαι ακόμη την ώρα του πρώτου δισταγμού με τα ζεστά σου χνώτα κι ο κόσμος λάμβανε ουσία με τις απέριττες κινήσεις των πλανητών να προδιαγράφουν την έκρηξη κάθε νοήματος σε κήπους πράσινους με τους χυμούς τους να χύνονται μέσα στα πορτοκάλια κι ο κέδρος έπνιγε τα λόγια σου
Εκτός
Ο γλάρος γίνονταν η θάλασσα με τους αφρίζοντες πίδακες του λεμονιού να σπέρνουν μύρια κίτρα στον ουρανό που έμπλεκε κάθε μαβί στ’ απέραντο χωράφι του λαιμού σου, ‘φτύσε’ μου έγνεφες κι όμως τα δάχτυλά σου δίχτυ στο πρόσωπο μου με τους λεκέδες του γλυκού του κουταλιού να κολυμπούν στα ρούχα μας και τις εκκλήσεις μας να μένουν αναπάντητες
Εκτός
Το τραγούδι που εξακολουθεί να σέρνεται στ’ αυτιά μας και η ηχώ στα πόδια μας να σπάει να γίνεται αχός λάσπη που γονιμοποιεί και τα σμαράγδια ν’ ανασταίνονται σε κάθε σου νότα με ιαχές αρχαίες με τη βανίλια να κολλάει στα ρουθούνια μας και όλα τα βάζα χάμω ριγμένα στους κύκλους με τ’ αναγράμματα κι οι αριθμοί λειψοί τα σκούρα πέτα της κραυγής και οι σκουριές του αύριο με τις γοργόνες του Καββαδία με τα σκυλιά λυμένα κι οι χήνες πάντα να σώζουν τη στιγμή με την αιωνιότητα να συρρικνώνεται σ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί
Εκτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου