και έφευγε μόλις ερχόταν η άνοιξη.
Έτρεχε να τη φτάσει προς την αντίθετη κατεύθυνση
γιατί πριν βραδιάσει
αλλάζει η μυρωδιά της
και όλα γύρω φωνάζουν: Εκδίκηση!
Εκδίκηση!
Μέσα στην ανθισμένη νύχτα χόρευε,
έρμαιο της Μάνας Γης,
εκεί που η λύτρωση είναι πάντα
τελετή θανάτου.
Να τη γιουχάρουν οι νεκροί
κι αυτή εκεί
να πατάει την ιστορία
να πατάει να μη θυμάται το άλλο πρωί
τους εξήντα χιλιάδες Πολωνούς
πώς ουρλιάζουν από το χώμα
εκείνο που έβγαλε το βλαστό του Στραβίνσκυ.
Πώς ουρλιάζουν με φωτιές μαυροκόκκινες
και καφέ.
Κοίτα πώς ξαναβγαίνουν στην πλατεία του κόσμου
με καροτσάκια, πατερίτσες και ψηλά τακούνια,
πώς ανάβουν τους φούρνους τους
με τα παλιόχαρτα του Καλαφάτη…
Κι εμείς ακόμα εδώ στεκόμαστε,
μπας και βάλουμε φωτιά στο κεφάλι μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου