η βροχή το ‘χει μουλιάσει
θέλω κάτι πιο μεγάλο,
σταθερό, για να κρατήσει τον αγέρα και τα χιόνια.
το κορμί θέλω να κρύψω
να πετάξω τα κουρέλια που φορώ, τα τάχα ρούχα,
μη με τρώει το αγιάζι.
και στουπί στις χαραμάδες
τα καθίσματα σκισμένα και το δάπεδο παγίδα,
σκέπτομαι πως κάποιο βράδυ θα το πάρουν παλιατζήδες.
την πραμάτεια μου στον ώμο
τα φτωχά υπάρχοντά μου που χωρούνε σ’ ένα μπόγο
δεν βαριέσαι ποιος ιδρώνει, ποιόν στον κόσμο αυτό να νοιάζει;
κάποιος ίσως, κρυφός φεγγίτης
για να απασφαλίσει θέλει, χρήμα μα και δικηγόρους
με αυτά τα δεδομένα, δεν υπάρχει φως για μένα.
………………………..Λόγος με πολιτική χροιά
πλανεύτρα θεατρίνα
κάθε που ό ήλιος βύθιζε στην άκρη του ορίζοντα,
στα σκοτεινά της με καλούσε,
μα δεν μιλούσε…
κάθε που την περίμενα στ’ απόκρημνα
και η σκέψη που με τυραννούσε,
έρχονταν σαν ραντεβού,
εκείνη όμως σιωπούσε.
που ακουμπούσε τον πόνο και τον γιάτρευε
τον αφαιρούσε σαν φλούδα
σαν σύννεφο περαστικό
και τον σκορπούσε.
στα μύχια της ψυχής μου μονοπάτια,
μόνος απέναντι τους,
που δεν μιλούσαν,
μόνο κοιτούσαν.
στο σκοτεινό δωμάτιο των ονείρων
που δεν ξεπόρτιζαν
από την άϋλη φυλακή μου
από μέσα μου.
που όμως χωρούσε
στους άδειους τοίχους του σκοτεινού,
του άδειου δωματίου,
της άδειας μου ψυχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου