πουλί , φτερούγισε στο τζάμι μου.
Ήθελε φαί, στοργή , το χάδι μου;
Ήθελε να με ξυπνήσει από τον Άδη μου;
Πού ήμουν τόσα χρόνια;
Φυλάκισα το γέλιο μου, τα μάτια μου , τα χνώτα μου
κι όλα αυτά εσωστρεφώς
φυλάγοντας τα νώτα μου;
Από τίνος, λύκου φλέβα;
Πλανιόμουν μες το ψέμα.
Γυναίκες αβασάνιστες στη λάμψη της ημέρας,
γυναίκες κρυφοφόνισσες του έρωτα , του μέλλοντος φοβέρα..
Θαρρώ είναι αβάπτιστη η τόλμη και το θάρρος
κι ο φόβος είναι ακοίμητος , του Πλούτωνα παιδί.
Απλώνοντας τα μπράτσα του , μου έδειχνε γενναία
και μου ’λεγε ψιθυριστά , αυτό είναι ζωή.
Το σύμπαν μου κατάδικο, σ ολόπηχτο σκοτάδι
Τα μάτια διαστέλλονταν , δυο κάρβουνα λαμπρά.
Στο φως ξυπνούσε η τύφλωση, που έφεγγε το βράδυ
και η σπορά γινότανε, μισή κάθε φορά
στη γονιμότητα έλλειπε η ολοκλήρωσή της,
όσο και αν οι επιλογές , γίνονταν βλαβικά.
Αυτή ήταν του αλχημιστή έρωτα, η δύναμή του
που το καυτό το μάγμα του, εδάκρυζε γλυκά.
Η λύτρωσή μου θα ναι θαρρώ να υφάνω χλωροφύλλη
και με του ήλιου τη δύναμη, να θρέψω ένα κλαδί.
Ρουφώντας φως απ τη ζωή, τα αγκάθια μου να κάψω,
μήτρα από χρόνια έτοιμη, σε υγρή γόνιμη γη.
Έτσι τον αλλοπρόσαλλο εαυτό μου να κηδέψω !
Αρνούμαι πια τις μάχες μου, που μέσα μου σοβούν.
Οι αισθήσεις θέση παίρνουνε , το δρόμο μου ετοιμάζουν,
τις γνέφω καταφατικά , τώρα με διακονούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου