γουρμάζουν σε μια νύχτα
«τιμούν» τη φάουσα ανεργία
δαγκώνουν την ουρά τους
τρίζει πάνοπλη η νιότη τους
απ΄τις μεταμορφώσεις.
Πότε σακί χωρίς ταυτότητα
πότε μύηση στο δέρμα του διαβόλου
και πότε βάθη αισθαντικά
επιστρέφουν από τον Άνθρωπο στον πηλό
πισωγυρνούν
τσακίζονται
με δάνεια φτερά
στο βόρβορο των οξειδώσεων.
Παιδιά, πουλιά καθημαγμένα
της Μήδειας χώρας
ο Φέρητας κι ο Μέρμερος
μηρυκάζουν την άξενη γη της αποδημίας.
Από της Θέτιδας τ' αθάνατο καλούπι,
από τη μήτρα της Καλλιπάτειρας
κρατούν το σπόρι επανεκκίνησης
κι από την Ποκαχόντας, τη Ρόζα Παρκς
κοινωνούν τον αμητό
την αστραπή
κι ελπίζουν μες στην απόχη τους
για τον ιεροφάντη που πυρώνει
τους οβελίες της Ανάστασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου