Ο παππούς μου καθόταν στη μέση του χωριού.
Είμασταν όλοι γύρω του
παιδιά των γιων των ανηψιών και των γειτόνων
μες στην τελευταία ακτίνα του βλέμματος
που ολοένα βασίλευε την κόψη του
ξεραμένη πίσω από τους καταρράκτες.
Μπροστά του απλωνόταν ό,τι δεν θα μπορούσε τώρα
πια να δει, ό,τι ίσως είχε κάποτε δει
όσα είχαν περάσει.
Πίσω του βρίσκονταν όσα δεν θα 'βλεπε
ό,τι δεν θα μπορούσε ποτέ να δει
το τέλος του καλοκαιριού που απομακρυνόταν
μες στο μέλλον.
αν σηκωνόταν απ' την παλιά ξύλινη καρέκλα
ορθός μες στο σώμα του ήλιου.
Σε λίγο θα 'γερνε η δροσιά.
Καθόμασταν κουρασμένοι στο χώμα
η κάθε μια του μυρουδιά τσιμπημένη
από αεικίνητες κότες.
Σ' ένα τοσοδά πιατάκι
πιο μικρό απ' το άλφα του Αυγούστου
ένα μικρούτσικο τσαμπί ρόγες.
Ισως να το 'νιωσε απ' το θρόισμα των ματιών μας
που άγγιζαν λαχταριστά τα λίγα σταφύλια.
Τα 'κοψε ήσυχα ένα ένα και μας τα μοίρασε
ακουμπώντας τα στις απλωμένες παλάμες.
Πίσω μας τα φτυσμένα κουκούτσια των σταφυλιών
τσιμπολογούσαν οι σκοτεινές κότες της ηλικίας του.
Μπροστά μας οι παραλίες του μέλλοντος πλημμύριζαν
με τα σκληρά κύματα των τρυφερών μας βλεμμάτων.
Σαν τη λαίδη Μακμπέθ σε υπνοβασία
πιτσιλισμένη απ' τον ασβέστη
στα μαλλιά και το φόρεμα.
παραμονές Δεκαπενταύγουστου.
Οι φωτιές της ροδιάς. Η αυλή με τη βρύση.
για να σωθούν.
την άγκυρα να ελευθερωθεί το σπίτι.
να φύγει το σπίτι, να σαλπάρει το σπίτι
και να ταξιδέψει
στο άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε
και σ' εκείνο το θεόνυμφε που υποσχόταν δόξες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου